Όπως επισημαίνεται στο δημοσίευμα που αναπαράγει η Deutche Welle, «όπως στις περισσότερες χώρες έτσι και στην Ελλάδα αυξάνεται εδώ και εβδομάδες ο αριθμός των νέων κρουσμάτων, αν και εκκινούν από σχετικά χαμηλά επίπεδα. Στη χώρα των 10,7 εκατομμυρίων πολιτών έχουν μολυνθεί περίπου 26.500 άνθρωποι ενώ στην Πορτογαλία που έχει παρόμοιο πληθυσμό έχουν καταγραφεί από την αρχή της πανδημίας 104.000 κρούσματα.
Όπως αναφέρει η DW, η Ελλάδα είχε διαχειριστεί το πρώτο κύμα της άνοιξης καλύτερα από τις περισσότερες άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ο πρωθυπουργός Μητσοτάκης είχε ακούσει τους ειδικούς, αποφασίζοντας εγκαίρως περιορισμούς στις επαφές των πολιτών.
Πέραν αυτών ήταν μεγάλη και η αποδοχή των μέτρων από τους πολίτες. Εν καιρώ πανδημίας οι Έλληνες επέδειξαν ένα χαρακτηριστικό, το οποίο περίμεναν από αυτούς οι λιγότεροι στην υπόλοιπη Ευρώπη: πειθαρχία. Σε αυτό συνέβαλαν και οι σοκαριστικές εικόνες από τα υπερπλήρη νοσοκομεία και τις εκατόμβες θυμάτων από την γειτονική Ιταλία. Δεδομένου ότι η πλειονότητα των πολιτών ακολούθησε τα μέτρα και η τήρησή τους ελεγχόταν εντατικά από την αστυνομία, η καμπύλη των νέων κρουσμάτων είχε υποχωρήσει ήδη στις αρχές Απριλίου.
Από τον Αύγουστο όμως ανεβαίνει και πάλι η επιδημιολογική καμπύλη. Με 667 νέα κρούσματα καταγράφηκε την Τρίτη νέο ρεκόρ. Προφανώς τις τελευταίες εβδομάδες οι νέες και οι νέοι ως επί το πλείστον έγιναν και πάλι πιο απρόσεκτοι και η εγρήγορση υποχώρησε. Η αύξηση των κρουσμάτων σχετίζεται όμως μάλλον και με τα αυξημένα τεστ.
Μετά τα καθολικά περιοριστικά μέτρα που είχε επιβάλει την άνοιξη, η κυβέρνηση εστιάζει στο δεύτερο κύμα σε τοπικού χαρακτήρα μέτρα και σε μια εντατική ιχνηλάτηση των νέων κρουσμάτων προκειμένου να εντοπίζονται και να απομονώνονται εγκαίρως εστίες μόλυνσης. Με τη στρατηγική αυτή η κυβέρνηση ελπίζει να αποφύγει ένα δεύτερο γενικό απαγορευτικό. Η Ελλάδα είναι μια από τις ελάχιστες ευρωπαϊκές χώρες που δεν ανήκουν στις περιοχές υψηλού κινδύνου. Ενδεχόμενο νέο lockdown θα είχε καταστροφικές συνέπειες για την ούτως ή άλλως δοκιμαζόμενη ελληνική οικονομία».