Η ρωσοουκρανική κρίση έχει προκαλέσει ήδη τριγμούς στην παγκόσμια αγορά πετρελαίου, καθώς οι κυρώσεις της Δύσης σε βάρος της Ρωσίας για την εισβολή στην Ουκρανία αναμένεται να περιορίσουν τις προμήθειες πετρελαίου, σημειώνει η επενδυτική εταιρεία Εdmond de Rothschild, που διατυπώνει δύο σενάρια για την πορεία των τιμών του αργού.
Όπως σημειώνει η επενδυτική εταιρεία, οι κυρώσεις σε βάσεις της Ρωσίας θα πλήξουν τις ρωσικές εξαγωγές και εκτιμά ότι θα διαβρώσουν την παγκόσμια αγορά κατά 5%, δεδομένου ότι η Ρωσία αντιπροσωπεύει περίπου το 10% της παγκόσμιας παραγωγής, είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος παραγωγός πετρελαίου μετά τις ΗΠΑ και βασικός "παίκτης” της πετρελαϊκής αγοράς.
Ωστόσο, προσθέτει ότι τους επόμενους μήνες, οι ελλείψεις στην αγορά πετρελαίου θα μπορούσαν να αντισταθμιστούν από άλλους παραγωγούς, ιδιαίτερα εάν το ιρανικό πετρέλαιο επιστρέψει στην παγκόσμια αγορά. Αυτό θα μπορούσε να μετριάσει τις επιπτώσεις των κυρώσεων σε βάρος του ρωσικού πετρελαϊκού τομέα στις τιμές του πετρελαίου.
Πιο αναλυτικά, όπως σημειώνει η Εdmond de Rothschild, τα γεωπολιτικά σοκ πυροδοτούν εκτίναξη των τιμών, ωστόσο μεσο-μακροπρόθεσμα έχουν παρατηρηθεί διαφορετικές συμπεριφορές στην εξέλιξη των τιμών του πετρελαίου. Στο πλαίσιο αυτό, διατυπώνει δύο σενάρια: Στο πρώτο οι τιμές παραμένουν υψηλές για μεγάλο χρονικό διάστημα, όπως συνέβη κατά τη διάρκεια της ιρανικής επανάστασης και του ιρανο-ιρακινού πολέμου, ενώ στο δεύτερο οι τιμές σημειώνουν ταχεία αποκλιμάκωση, όπως στον πρώτο Πόλεμο του Κόλπου το 1990-1991.
Σενάριο πρώτο
Σύμφωνα με την επενδυτική εταιρεία, κατά τη διάρκεια της χρονικής περιόδου 1978-1988, οπότε διεξήχθη η ιρανική επανάσταση, εποχή που το Ιράν αποτελούσε τον μεγαλύτερο παραγωγό πετρελαίου του OPEC, και του πολέμου του Ιραν με το Ιράν (1980-1988), η τιμή του πετρελαίου εκτοξεύθηκε απότομα από τα 14 δολάρια το βαρέλι στα 42 δολάρια και μειώθηκε ελαφρώς τα επόμενα χρόνια, καθώς το 1986, έτος κατά το οποίο οι ΗΠΑ και η Σαουδική Αραβία συμφώνησαν την απότομη μείωση των τιμών και ο ιρανο-ιρακινός πόλεμος φαινόταν να πλησιάζει στο τέλος του, η τιμή ήταν στα 30 δολάρια το βαρέλι.
Η ίδια περίοδος συνοδεύτηκε από πτώση της παραγωγής και της κατανάλωσης κατά 15% περίπου στο διάστημα 1979-1983, καθώς από πολύ ασθενή παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη (ελαφρώς χαμηλότερη του 1,6% κατά μέσο όρο την χρονική περίοδο 1980-1983).
Σενάριο δεύτερο
Αντίθετα, κατά τον πρώτο Πόλεμο του Κόλπου, μεταξύ Αυγούστου 1990 και Φεβρουαρίου 1991, η τιμή του πετρελαίου εκτινάχθηκε από τα 17 δολάρια το βαρέλι στα 38 δολάρια τον Οκτώβριο, προτού επιστρέψει στα 17 δολάρια τον Μάιο του 1991.
Η δε παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη υπέστη περιορισμένο σοκ, με τον ρυθμό ανάπτυξης το 1991 στο 3,4%. Αυτό καταδεικνύει, σύμφωνα με την επενδυτική εταιρεία, ότι οι αβεβαιότητες που δημιουργήθηκαν κατά τον πρώτο πόλεμο του Κόλπου ήταν βραχύβιες σε σύγκριση με εκείνες των αρχών της δεκαετίας του 1980.
Σε αυτήν την περίπτωση, χώρες παραγωγοί όπως η Σαουδική Αραβία συνεργάστηκαν πολύ πιο συστηματικά με στόχο τη σταθεροποίηση των τιμών από ό,τι κατά τη διάρκεια του πολέμου Ιράν-Ιράκ, όταν απαιτήθηκε ισχυρή πίεση των ΗΠΑ το 1985-1986 για να αυξήσουν σημαντικά την παραγωγή τους. Αυτή η μείωση των τιμών ήταν μέρος της στρατηγικής των ΗΠΑ να στηρίξουν την οικονομία τους και να αποδυναμώσουν την ΕΣΣΔ.
Η ρωσοουκρανική κρίση "καταλύτης” εξελίξεων
Στην παρούσα συγκυρία, παρότι όπως προαναφέρθηκε η Ρωσία είναι σημαντικός παίκτης στην παγκόσμια πετρελαϊκή αγορά, η Εdmond de Rothschild τονίζει ότι οι χώρες εισαγωγείς πετρελαίου διαθέτουν τρόπους για να περιορίσουν τον ρόλο της και τον αντίκτυπο των κυρώσεων κατά του ρωσικού πετρελαϊκού τομέα.
Όπως σημειώνει, η ρωσοουκρανική κρίση θα μπορούσε να λειτουργήσει ως "καταλύτης” για την επιτάχυνση των διαβουλεύσεων για μια νέα συμφωνία όσον αφορά το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, που θα άνοιγε τον δρόμο για την επιστροφή της Τεχεράνης στην παγκόσμια αγορά πετρελαίου. Η επενδυτική εταιρεία εκτιμά μάλιστα ότι το Ιράν θα μπορούσε να διπλασιάσει μέσα σε έναν χρόνο την παραγωγή του από τα 2 στα 4 εκατ. βαρέλια την ημέρα, ήτοι στα προ κυρώσεων επίπεδα.
Προσθέτει δε ότι εν όψει της λήξης των κυρώσεων, το Ιράν αυξάνει τα αποθέματά του και σχεδιάζει να πουλήσει περισσότερο πετρέλαιο όταν αυτές αρθούν. Μέχρι τα μέσα του 2021, τα ιρανικά αποθέματα πετρελαίου εκτιμώντας σε περίπου 100 εκατ. βαρέλια, ή περίπου το ένα τέταρτο των τρεχόντων αποθεμάτων των ΗΠΑ. Η διαθεσιμότητα ενός τέτοιου όγκου στην αγορά πολύ γρήγορα, όπως σημειώνει η επενδυτική εταιρεία, θα είχε καθοδική επίδραση στην τιμή.
Επιπλέον, επισημαίνει ότι η ρωσοουκρανική κρίση θα μπορούσε να οδηγήσει και σε χαλάρωση των κυρώσεων σε βάρος της Βενεζουέλας, η οποία βραχυπρόθεσμα εκτιμά ότι θα μπορούσε να διπλασιάσει την παραγωγή της και να φτάσει το 1 εκατ. βαρέλια την ημέρα και στο μέλλον να επιστρέψει στα 2 εκατ. βαρέλια.
ΗΠΑ και αραβική χερσόνησος μπορούν να αυξήσουν γρήγορα την παραγωγή του
Η Εdmond de Rothschild τονίζει επίσης ότι τόσο οι ΗΠΑ όσο και οι αραβικές χώρες θα μπορούσαν να αυξήσουν γρήγορα την παραγωγή πετρελαίου τους.
Όπως σημειώνει, οι Ηνωμένες Πολιτείες παράγουν επί του παρόντος περίπου 11 εκατ. βαρέλια την ημέρα, έναντι του επιπέδου ρεκόρ των 13 εκατ. βαρελιών πριν από την κρίση. Η τρέχουσα τιμή των σχεδόν 100 δολαρίων ανά βαρέλι θα μπορούσε να ωθήσει τους παραγωγούς των ΗΠΑ να αυξήσουν σημαντικά την παραγωγή τους. Εκτιμά δε ότι στο τέλος του έτους η αμερικανική παραγωγή θα μπορούσε να φτάσει σε επίπεδο κοντά στο ιστορικό της ρεκόρ, σημειώνοντας αύξηση 1,5 έως 2 εκατ. βαρελιών την ημέρα.
Οι χώρες της Αραβικής Χερσονήσου, όπως η Σαουδική Αραβία, το Κουβέιτ και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, θα μπορούσαν επίσης να αυξήσουν γρήγορα την παραγωγή τους, εκτιμά η επενδυτική εταιρεία.
Λαμβάνοντας υπόψη μόνο τους μεγαλύτερους παίκτες, συνολικά, η παραγωγή πετρελαίου θα μπορούσε να αυξηθεί αρκετά γρήγορα κατά περίπου 5 εκατ. βαρέλια ημέρα, εκτιμά η Εdmond de Rothschild. Ακόμη και αν αυτός ο όγκος δεν αντισταθμίζει πλήρως τη ρωσική παραγωγή, είναι πιθανό ότι θα μπορούσε να αντισταθμίσει σε μεγάλο βαθμό τις ρωσικές εξαγωγές πετρελαίου εκτός Κίνας, η οποία είναι επί του παρόντος ο μεγαλύτερος πελάτης της Ρωσίας και δεν αναμένεται να υπάρξει κάποια αλλαγή στη μεταξύ τους σχέση.
Ώς εκ τούτου, η επενδυτική εταιρεία σημειώνει ότι οι δυνητικές αυξήσεις παραγωγής θα μπορούσαν επομένως να περιορίσουν την άνοδο των τιμών που προκαλείται από τις πολιτικές εντάσεις και τις απειλές γύρω από τις πωλήσεις ρωσικού πετρελαίου.