Το 2014 αναμένεται να είναι για τις χώρες της Ευρωζώνης ο πρώτος χρόνος θετικής ανάπτυξης, μετά το 2011, ως αποτέλεσμα της ανάκαμψης των εξαγωγών και της χαλάρωσης των μέτρων λιτότητας. Όμως, σύμφωνα με την έκθεση της ΕΥ Eurozone Forecast (EEF) Winter 2013 η ανάπτυξη θα παραμείνει σε χαμηλά επίπεδα για το ορατό μέλλον.
Η έκθεση προβλέπει συρρίκνωση του ΑΕΠ της τάξης του 0,5% φέτος, ακολουθούμενη από αύξηση 0,9% το 2014. Η ανάκαμψη της Ευρωζώνης θα παραμείνει αδύναμη μεταξύ 2015 και 2017 και θα φθάσει στο 1,6% ετησίως. Ωστόσο, παρά τις αδύναμες προοπτικές για την περιοχή, η ένταξη στην ευρωζώνη παραμένει μια ελκυστική προοπτική για ορισμένες οικονομίες της ανατολικής Ευρώπης. Η Λετονία θα γίνει το 18ο μέλος της ευρωζώνης από την 1η Ιανουαρίου του ενώ αναμένεται ότι η Λιθουανία θα ακολουθήσει το 2015.
Η Marie Diron, Senior Economic Adviser του Eurozone Forecast της ΕΥ, σχολιάζει: «Kαθώς οδεύουμε προς το 2014, οι συνθήκες στην ευρωζώνη θα πρέπει να συνεχίσουν να βελτιώνονται. Θα υπάρξει αύξηση της εγχώριας ζήτησης, καθώς η ανεργία αρχίζει να σταθεροποιείται και ο πληθωρισμός συνεχίζει να μειώνεται προκαλώντας αύξηση των καταναλωτικών δαπανών. Ωστόσο, η ανάκαμψη πρέπει να βασιστεί σε ένα πρόγραμμα ευρύτερων μεταρρυθμίσεων που θα στοχεύει στην τόνωση της ανταγωνιστικότητας.»
Οι εξαγωγές και οι επενδύσεις θα αποτελέσουν για την Ελλάδα την κινητήρια δύναμη της ανάκαμψης μεσοπρόθεσμα
Σημαντική πρόοδος έχει επιτευχθεί μέχρι σήμερα, στην αντιμετώπιση των αδυναμιών της οικονομίας, γεγονός που αντικατοπτρίζεται στα αποτελέσματα του 2ου τριμήνου του 2013 όσον αφορά στο ΑΕΠ της χώρας. Ωστόσο, απομένει ακόμη πολλή δουλειά, ενώ η ύφεση στην εγχώρια ζήτηση θα οδηγήσει σε περαιτέρω μείωση της ελληνικής παραγωγής το 2014.
Το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών αναμένεται να μειωθεί κατά 2,9% το 2014 καθώς η υψηλή ανεργία και το πλεονάζον παραγωγικό δυναμικό εξακολουθούν να ασκούν πίεση στους μισθούς, ενώ περαιτέρω μέτρα λιτότητας οδηγούν σε αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης. Τα πραγματικά εισοδήματα θα αυξηθούν κατά λιγότερο από 1% ετησίως το διάστημα 2015-2017, προκαλώντας μια εξαιρετικά περιορισμένη αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης.
Μετά από μια αναμενόμενη μείωση του ΑΕΠ κατά 4% περίπου το 2013, προβλέπεται περαιτέρω συρρίκνωση κατά 0,7% το 2014. Από το 2015, η τόνωση της εξωτερικής ζήτησης θα βοηθήσει την Ελλάδα να επιτύχει ξανά θετικό ρυθμό ανάπτυξης, στηρίζοντας τη σταδιακή διαρθρωτική μετάβαση, κατά την οποία, οι εξαγωγές και οι επιχειρηματικές επενδύσεις θα αποτελέσουν μεσοπρόθεσμα την κινητήρια δύναμη της ανάπτυξης.
Καθώς οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και η μείωση του κόστους εργασίας έχουν οδηγήσει σε βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών εξαγωγών, η αύξηση της εξωτερικής ζήτησης θα αποτελέσει τον καταλύτη για την ανάκαμψη. Προβλέπεται ότι ο όγκος των εξαγωγών θα αυξηθεί κατά περίπου 4% ετησίως μεταξύ 2015 και 2017.
Οι πάγιες επενδύσεις έχει μειωθεί κατά 65% σε πραγματικούς όρους από την αρχή της κρίσης, ωστόσο μια αύξηση των παραγγελιών για εξαγωγές θα οδηγήσει σε ανάκαμψη των επιχειρηματικών επενδύσεων, με τη βοήθεια ενός ισχυρού χρηματοοικονομικού τομέα, ο οποίος θα προκύψει μετά την ανακεφαλαιοποίηση και την αναδιάρθρωση του τραπεζικού συστήματος.
Η ελληνική κυβέρνηση αναμένεται να επιτύχει πρωτογενές πλεόνασμα του προϋπολογισμού το 2013. Ωστόσο, καθώς το βάρος του χρέους πλησιάζει το 170% του ΑΕΠ, οι πληρωμές τόκων θα αποτελέσουν σημαντική τροχοπέδη για την ανάκαμψη, εκτός αν η Ελλάδα μπορέσει να διαπραγματευτεί ένα επιπλέον πακέτο ελάφρυνσης του χρέους με τους απρόθυμους ευρωπαίους εταίρους της. Εν τω μεταξύ, οι αποπληθωριστικές πιέσεις βραχυπρόθεσμα ενδέχεται να εκτροχιάσουν περαιτέρω τις προσπάθειες της κυβέρνησης να επιτύχει τους δημοσιονομικούς της στόχους.
Μακροπρόθεσμα σημάδια ανάκαμψης της Ευρωζώνης
Συγκρίνοντας τα στοιχεία των ετών 1998-2007 και 2008-2017, γίνεται αντιληπτός ο συνεχιζόμενος μακροπρόθεσμος αντίκτυπος της κρίσης της Ευρωζώνης στην περιοχή. Η ετήσια αύξηση του ΑΕΠ μεταξύ 1998 και 2007 ήταν κατά μέσο όρο 2,3%, ενώ μεταξύ 2008 και 2017 αναμένεται να βρεθεί στο 0,4%.
Σύμφωνα με την έκθεση, στα τέλη του 2017 το ΑΕΠ της ευρωζώνης θα ξεπεράσει τελικά κατά 3% το υψηλότερο, προ-οικονομικής κρίσης, επίπεδο. Αντίθετα, την ίδια περίοδο το ΑΕΠ του Ηνωμένου Βασιλείου αναμένεται να είναι πάνω από 8% υψηλότερο από τα ,προ κρίσης, επίπεδα, ενώ η οικονομική δραστηριότητα στις ΗΠΑ προβλέπεται να βρίσκεται 20% πάνω από τα επίπεδα του τέλους του 2007.
Στην έκθεση επισημαίνονται, οι μεγάλες διαφορές στον αριθμό των ανέργων οι οποίοι θα ξεπεράσουν κατά μέσον όρο τα 17 εκατομμύρια μεταξύ 2008 και 2017, σε σύγκριση με τα 13 εκατομμύρια που είχαν φθάσει την προηγούμενη δεκαετία. Οι επενδύσεις σε όλη την περιοχή αναμένεται επίσης να συρρικνωθούν κατά 0,1% ετησίως κατά τη δεκαετία 2008 - 2017 σε σύγκριση με μέσο ρυθμό αύξησης 3,3% ετησίως κατά την προηγούμενη δεκαετία.
Ο Mark Otty, Area Managing Partner της ΕΥ για την Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή, την Ινδία και την Αφρική σχολιάζει: «Η ευρωζώνη βρίσκεται στο δρόμο προς την ανάκαμψη, ωστόσο θα παραμείνουν βαθιές πληγές από την κρίση. Η ανάπτυξη θα παραμείνει χαμηλή και η ανεργία, αν και σταθεροποιείται, θα παραμείνει σε υψηλά επίπεδα. Αυτό έχει σημαντικές επιπτώσεις για τις επιχειρήσεις της περιοχής καθώς αναλογίζονται τα μακροπρόθεσμα σχέδιά τους».
Η εγχώρια ζήτηση θα τονώσει την ανάπτυξη
Η αρχική φάση της ανάκαμψης της ευρωζώνης προήλθε από την αύξηση των εξαγωγών, ο ρυθμός των οποίων αναμένεται να επιταχυνθεί, σύμφωνα με την έκθεση, καθώς η παγκόσμια ανάπτυξη θα ενισχύει το διεθνές εμπόριο. Αυτό ενδέχεται να ενισχυθεί από την αύξηση της εγχώριας ζήτησης, η πορεία της οποίας τα τελευταία χρόνια αποτέλεσε τροχοπέδη για την ανάπτυξη. Παράλληλα, η λιτότητα θα συνεχίσει να επηρεάζει αρνητικά την ανάπτυξη, αλλά η αρνητική επίδραση θα είναι σημαντικά μικρότερη απ ότι τα προηγούμενα χρόνια.
Οι συνθήκες για τα νοικοκυριά αναμένεται να βελτιωθούν. Οι καταναλωτές έχουν υπομείνει μια παρατεταμένη περίοδο μείωσης των πραγματικών μισθών και αύξησης της ανεργίας με αποτέλεσμα τη συρρίκνωση της αγοραστικής τους δύναμης. Ωστόσο, με τον πληθωρισμό να μειώνεται και την ανεργία να σταθεροποιείται, η πίεση θα μειωθεί και η έκθεση προβλέπει ότι, οι καταναλωτικές δαπάνες θα αυξηθούν κατά 0,5% το 2014, μετά από μια εκτιμώμενη μείωση κατά 0,6% το 2013.
Επιπλέον, το επενδυτικό κλίμα δείχνει σημάδια βελτίωσης. Έρευνες της επιχειρηματικής εμπιστοσύνης αναφέρουν σταθερό κλίμα λόγω: της βελτίωσης των προοπτικών, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό αλλά και του μειωμένου επιπέδου των αρνητικών κινδύνων.
Η Marie Diron σχολιάζει: «Οι βελτιώσεις αυτές θα πρέπει να ενθαρρύνουν τις υγιείς επιχειρήσεις προκειμένου να αρχίσουν να υλοποιούν επενδυτικά σχέδια. Ωστόσο, ο βαθμός στον οποίο θα ανακάμψουν οι επενδύσεις θα περιορισθεί από τις πιστωτικές συνθήκες, οι οποίες παραμένουν σχετικά περιοριστικές. Ως εκ τούτου, αναμένουμε ότι οι επενδύσεις, έχοντας υποχωρήσει το 2012-13, θα αυξηθούν κατά 1,3% το 2014 και θα επιταχυνθούν περαιτέρω το 2015 -17.»
Επικρέμεται η απειλή του αποπληθωρισμού
Παρά το γεγονός ότι τα θετικά σημάδια είναι ορατά στον ορίζοντα, οι κίνδυνοι παραμένουν. Ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη έχει κινηθεί ανησυχητικά χαμηλά κατά τους τελευταίους μήνες, φθάνοντας το ιστορικό χαμηλό των τελευταίων τεσσάρων ετών, μόλις 0,7% τον Οκτώβριο. Τα χαμηλά ποσοστά πληθωρισμού είναι διαδεδομένη όχι μόνο στις περιφερειακές οικονομίες, αλλά και στις χώρες του πυρήνα.
Η έκθεση προβλέπει αύξηση του πληθωρισμού οριακά πάνω από 1% το 2014 και το 2015. Αν επαληθευθεί αυτό, τότε η χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής θα είναι δικαιολογημένη στις αρχές του 2014, ως ασφάλιση κατά του αποπληθωρισμού αλλά και ως αντίβαρο της ενδεχόμενης σύσφιξης των πιστωτικών συνθηκών που θα προέλθει από τις ΗΠΑ όταν η Ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα (FED) αρχίσει να περιορίζει την ποσοτική χαλάρωση.
Η Marie Diron σχολιάζει: «Η αιφνιδιαστική μείωση των επιτοκίων τον Νοέμβριο δεν αναμένεται να αποτρέψει τις ανησυχίες σχετικά με το ενδεχόμενο αποπληθωρισμού. Πιστεύουμε ότι ο αποπληθωρισμός θα έχει πολύ σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στις προοπτικές ανάπτυξης για την οικονομία της ευρωζώνης, αυξάνοντας το πραγματικό κόστος του χρέους.»
Δοκιμασία για την ΕΚΤ η ποιοτική αποτίμηση του ενεργητικού (AQR) των τραπεζών
Η αντοχή των χρηματοπιστωτικών αγορών με δεδομένη την πολιτική αναταραχή στην Ιταλία και τα δημοσιονομικά θέματα στις ΗΠΑ, αποτέλεσε μια ευχάριστη έκπληξη. Η εξέλιξη αυτή αντανακλά την εμπιστοσύνη στην ΕΚΤ ως ασπίδας προστασίας για τις αγορές ομολόγων της ευρωζώνης, αλλά και τη μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στις προοπτικές μετά την επιστροφή της οικονομίας στην ανάπτυξη.
Ωστόσο, αυτή η ανθεκτικότητα δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Η επόμενη μεγάλη δοκιμασία είναι η ποιοτική αποτίμηση του ενεργητικού των τραπεζών (AQR) από την ΕΚΤ και η επακόλουθη αναδιάρθρωση του τραπεζικού τομέα. Οι διαμορφωτές της πολιτικής θα πρέπει να διασφαλίζουν κατ’ ελάχιστο ότι πληρούνται οι σχετικά μετριοπαθείς προσδοκίες των αγορών, έτσι ώστε να μην απειλούν τη σημερινή σταθερότητα της περιοχής.
Η ανεργία θα σταθεροποιηθεί
Η αύξηση της ανεργίας ήταν το μείζον πρόβλημα που απασχολούσε όλα τα κράτη της Ευρωζώνης καθ’ όλη τη διάρκεια της κρίσης. Ωστόσο, τα πιο πρόσφατα στοιχεία είναι ενθαρρυντικά, καθώς σε επίπεδο Ευρωζώνης το ποσοστό της ανεργίας παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητο κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2013, ενώ οι χώρες με τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας, όπως η Ελλάδα και η Ισπανία, αναφέρουν πολύ μικρότερες αυξήσεις. Ωστόσο, η έκθεση επιβεβαιώνει τη μακροπρόθεσμη φύση του προβλήματος της ανεργίας στην Ισπανία και την Ελλάδα, όπου η ανεργία αναμένεται να παραμείνει πάνω από 25%, ακόμη και μέχρι το 2017.
Η Marie Diron σχολιάζει: «Μια σχετικά αδύναμη ανάκαμψη, σε συνδυασμό με τις προσπάθειες των επιχειρήσεων να βελτιώσουν την αποδοτικότητα και την παραγωγικότητα, σημαίνει ότι θα υπάρξει μια περαιτέρω ελαφρά αύξηση της ανεργίας το 2014. Ωστόσο, αυτό ενδέχεται να αποδειχθεί υπερβολικά απαισιόδοξο και μια πιο θετική εξέλιξη στην αγορά εργασίας θα μπορούσε να δώσει τη δυνατότητα μιας πιο σταθερής ανάκαμψης της καταναλωτικής δαπάνης.»
Η Λετονία εντάσσεται στην Ευρωζώνη
Η Λετονία θα ενταχθεί στην ευρωζώνη ως 18ο μέλος της την 1η Ιανουαρίου 2014, ενώ η Λιθουανία αναμένεται να ενταχθεί το 2015. Παρά την πρόσφατη κρίση, η Ευρωζώνη εξακολουθεί να αποτελεί μια ελκυστική προοπτική για τις ευρωπαϊκές οικονομίες της Ανατολικής Ευρώπης, καθώς πολλές από αυτές διοχετεύουν ήδη ένα μεγάλο μέρος των εξαγωγών τους προς την ζώνη του ενιαίου νομίσματος, και η συμμετοχή τους θα απομακρύνει τον συναλλαγματικό κίνδυνο. Υπάρχει επίσης η αντίληψη ότι είναι πιο πιθανό να προσελκύσουν άμεσες ξένες επενδύσεις, καθώς το κόστος της επιχειρηματικής συνεργασίας με τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης θα μειωθεί.
Η Marie Diron καταλήγει: «Η απώλεια του ελέγχου επί της νομισματικής πολιτικής με την ένταξη σε ένα κοινό νόμισμα αποτελεί ένα δυνητικό κίνδυνο για μικρές και ανοικτές οικονομίες. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη την προηγηθείσα ουσιαστική εσωτερική υποτίμηση και τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, είναι πιθανό τόσο η Λετονία όσο και η Λιθουανία είναι σε βρίσκονται σε καλή θέση για να προσαρμοστούν στην συμμετοχή στην Ευρωζώνη.»