Του Ανέστη Ντόκα
Ο χρόνος δείχνει να έχει σταματήσει στο Χρηματιστήριο Αθηνών (Χ.Α.). Το φάσμα της χρεοκοπίας που πλανάται πάνω από τη χώρα αποτυπώνεται καθημερινά και με «ψυχρό» τρόπο στον κόσμο των χρηματιστηριακών τιμών, μεταφέροντας ένα μούδιασμα σε επιχειρήσεις και επενδυτές. Ο μέσος όρος των κωδικών που πραγματοποιούν καθημερινά συναλλαγές έχει συρρικνωθεί στους 1.500 όταν πριν από μία δεκαετία ξεπερνούσε τις 40.000. Οι ξένοι επενδυτές από το ξεκίνημα του 2015 είναι μονίμως πωλητές ελληνικών μετοχών έχοντας ρευστοποιήσει πάνω από 400 εκατ. ευρώ. Ο τραπεζικός δείκτης διαπραγματεύεται στα επίπεδα του 1987, με τους επενδυτές που εισήλθαν πέρυσι στις αυξήσεις κεφαλαίου των τεσσάρων συστημικών τραπεζών σήμερα να έχουν καταστραφεί αφού καταγράφουν μεγάλες απώλειες. Γνωστά funds του εξωτερικού ρευστοποιούν συνεχώς από τις αρχές Μαρτίου διαβλέποντας το οικονομικό αδιέξοδο της χώρας. Οι εισηγμένες περιορίζονται μόνο στις υποχρεωτικές ανακοινώσεις για την ενημέρωση των επενδυτών, έχοντας αναστείλει τις επενδυτικές τους κινήσεις. Ακόμη και τα αισιόδοξα μηνύματα των ετήσιων αποτελεσμάτων του 2014, οπότε οι εταιρείες του λιανεμπορίου και της βιομηχανίας εμφάνισαν κέρδη για πρώτη φορά ύστερα από 16 συνεχή ζημιογόνα τρίμηνα, έχουν δώσει τη θέση τους στην περίσκεψη και στον σχεδιασμό εναλλακτικών λύσεων σε περίπτωση απρόβλεπτων οικονομικών εξελίξεων. Τόσο οι πολυεθνικές όσο και πολλές ελληνικές επιχειρήσεις δεν το κρύβουν ότι μεταφέρουν κεφάλαια στο εξωτερικό με το κλείσιμο της εργάσιμης μέρας και τα επαναφέρουν την επομένη, για να μη βρεθούν σε πιθανό capital control το επόμενο διάστημα.
Το ελληνικό χρηματιστήριο ήδη από τις αρχές του 2015 καταγράφει συνολικές απώλειες 14,7%, βρίσκεται στις πρώτες θέσεις παγκοσμίως με τις χειρότερες αποδόσεις, ενώ η χαμένη κεφαλαιοποίηση αγγίζει τα 12 δισ. ευρώ.
Ο Γενικός Δείκτης έχει προσγειωθεί στις 704,74 μονάδες (9 Σεπτεμβρίου 2012) και δεν απέχει από τις 476,36 μονάδες (5 Ιουνίου 2012), που είναι το χαμηλότερο επίπεδο που βρέθηκε η αγορά την περίοδο της ύφεσης 2008-2013. Ο επενδυτικός χάρτης του χρηματιστηρίου έχει αλλάξει δραματικά μετά την είσοδο της Ελλάδας στην Ευρωζώνη. Κατ’ αρχάς η Αθήνα αποτελεί εδώ και ενάμιση χρόνο το μοναδικό χρηματιστήριο μεταξύ των αγορών της Ευρωζώνης που υποβαθμίστηκε, αλλά παράλληλα κατέχει και μία παγκόσμια πρωτοτυπία. Είναι το μοναδικό χρηματιστήριο στον πλανήτη με δύο αξιολογήσεις: αναδυόμενο από τον MSCI, ανεπτυγμένο από τη FTSE Group.
Τα κριτήρια του MSCI θεωρούνται σαφώς πιο δύσκολα, αφού η εμπορευσιμότητα ενός τίτλου είναι κορυφαία παράμετρος για την αξιολόγηση, όπως και η κατάσταση που παρουσιάζει η οικονομία της χώρας στην οποία βρίσκεται η εκάστοτε χρηματιστηριακή αγορά. Οι 10 ελληνικές μετοχές που συμπεριλαμβάνονται στον δείκτη MSCI Greece παρουσιάζουν στην πλειονότητά τους υστέρηση τόσο στην κεφαλαιοποίηση όσο και στην εμπορευσιμότητα της μετοχής. Οι πλέον αισιόδοξες εκτιμήσεις αναλυτών μιλούσαν για κεφάλαια έως και 3 δισ. ευρώ που θα μπορούσαν να εισέλθουν στο Χ.Α. μέχρι και τον Νοέμβριο του 2015. Υπό τις παρούσες συνθήκες βέβαια και τη χώρα να πασχίζει να αποπληρώσει τις υποχρεώσεις της, οι συγκεκριμένες εκτιμήσεις δεν υφίστανται. Οι ημερήσιες συναλλαγές στο χρηματιστήριο διαχέονται στις 10 μετοχές που με μέση κεφαλαιοποίηση άνω του 1,1 δισ. ευρώ αποτελούν από μόνες τους ένα «δικό τους» χρηματιστήριο.
Οι ξένοι τοποθετούν τα κεφάλαιά τους στις εταιρείες που χαρακτηρίζονται για το «ευρωπαϊκό ρίσκο», δηλαδή μπορούν ανά πάσα στιγμή να αντλήσουν κεφάλαια στο εξωτερικό. Σε αντίθεση με τις εγχώριες εισηγμένες που προσδοκούν οφέλη μόνο από την εξοικονόμηση κόστους ή και την αναδιάρθρωση του τραπεζικού τους δανεισμού. Συνεπώς, έχει προκληθεί μια βαθιά ρωγμή στην εικόνα του χρηματιστηρίου. Και αυτό γιατί απεικονίζει μια αγορά 10-20 εταιρειών που διαπραγματεύονται και την πλειονότητα (140-160), που ούτε εμπορευσιμότητα και διασπορά διαθέτουν για να καταστούν ελκυστικές, ενώ θα χρειαστούν αρκετά τρίμηνα για να ξεφύγουν από το σπιράλ της οικονομικής ασφυξίας.