Επίσης, επιδεικνύει σημαντική εξωστρέφεια, καθώς μεγάλο ποσοστό των εγχώριων παραγόμενων αλκοολούχων ποτών εξάγονται σε χώρες του εξωτερικού.
Τα κυριότερα ποτά που παράγονται στην Ελλάδα είναι ούζο, τσίπουρο - τσικουδιά, μπράντι και διάφορα λικέρ. Ακόμη, παράγονται και κάποιες μικρές ποσότητες "σκληρών" οινοπνευματωδών ποτών (π.χ. ουίσκι, βότκα), οι οποίες ωστόσο είναι πολύ μικρές σε σχέση με την εγχώρια συνολική κατανάλωση, η οποία κατά κύριο λόγο καλύπτεται από εισαγωγές.
Την τελευταία δεκαετία, ο κλάδος των αλκοολούχων ποτών έχει δεχθεί έντονη φορολόγηση, τόσο μέσω του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης (Ε.Φ.Κ.), όσο και μέσω του συντελεστή Φ.Π.Α. Πιο αναλυτικά, τα αλκοολούχα ποτά υπέστησαν τέσσερις αυξήσεις στο διάστημα 2009-2010, με αποτέλεσμα ο Ε.Φ.Κ. να υπερδιπλασιαστεί. Επίσης, ο συντελεστής Φ.Π.Α. από το 2010 αυξήθηκε από το 19% στο 24%, όπου και παραμένει μέχρι σήμερα.
Είναι γεγονός ότι η κλιμάκωση της φορολογίας, πέρα από τη μείωση της κατανάλωσης, προκάλεσε και κίνητρο για φοροδιαφυγή. Συγκεκριμένα, τα τελευταία χρόνια παρατηρήθηκε έξαρση του λαθρεμπορίου και των διασυνοριακών εισαγωγών από όμορες χώρες, με αρκετά χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές.
Συνεπώς, κρίνεται απαραίτητο να περιοριστεί η φορολογία, ώστε να ενισχυθεί η κατανάλωση των νόμιμων προϊόντων, να τονωθούν τα δημόσια έσοδα και να βελτιωθούν οι προοπτικές βιωσιμότητας των παραγωγικών και εμπορικών επιχειρήσεων. Αναμφίβολα, με τη μείωση της φορολογίας θα επιτευχθεί και ο περιορισμός του λαθρεμπορίου, καθώς ο εγχώριος Ε.Φ.Κ. δε θα έχει τόση μεγάλη διαφορά από τους αντίστοιχους φόρους των γειτονικών χωρών.