Αντίστοιχα, η υψηλότερη εισοδηματική τάξη, που συρρικνώθηκε αριθμητικά και εισοδηματικά, σήμερα καταβάλει το 38,1% των φορολογικών εσόδων έναντι άνω του 50% που κατέβαλε πριν την κρίση.
Τα στοιχεία αυτά περιλαμβάνονται στο μηνιαίο δελτίο οικονομικών εξελίξεων του ΣΕΒ ο οποίος εκτιμά ότι οι εξελίξεις αυτές αποτυπώνουν είτε την μετακίνηση νοικοκυριών σε χαμηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια είτε την μη καταγραφή τους στις στατιστικές λόγω της μετανάστευσης στο εξωτερικό, εγκατάλειψης επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, κ.λ.π.
Αναλυτικά το δελτίο αναφέρει:
Ανεξαρτήτως του πως οριοθετείται, η μεσαία τάξη θεωρείται ως το πιο δυναμικό στρώμα της κοινωνίας και, εν πολλοίς, η οικονομική της ευμάρεια καθορίζει όχι μόνο την οικονομική κατάσταση και τις προοπτικές μιας χώρας, αλλά και τις πολιτικές εξελίξεις. Σήμερα, διεθνώς, η μεσαία τάξη φαίνεται να βρίσκεται σε καθοδική πορεία, καθώς οι ευκαιρίες για κοινωνική και επαγγελματική άνοδο περιορίζονται, ενώ η κοινωνική κινητικότητα έχει χάσει τη δυναμική άλλων εποχών. Πολλοί άνθρωποι δυσκολεύονται να παρακολουθήσουν τις γρήγορες οικονομικές και κοινωνικές μεταβολές που φέρνει η τεχνολογική πρόοδος (έλλειψη δεξιοτήτων), η εξωστρέφεια της παραγωγής και των επενδύσεων (παγκοσμιοποίηση), η ταχεία συσσώρευση πλούτου στα υψηλότερα εισοδηματικά στρώματα (οικονομική ανισότητα), η υλική στέρηση και ο κοινωνικός αποκλεισμός (άστεγοι, άνθρωποι κάτω από το όριο της φτώχειας, εξάρτηση από ναρκωτικά και οπιοειδή σκευάσματα), οι μεταναστευτικές ροές, κ.ο.κ. Εν γένει, δεν φαίνεται οι νέες γενιές να έχουν καλύτερες ευκαιρίες από τις προηγούμενες. Όλα αυτά προκαλούν μια αίσθηση αβεβαιότητας για το μέλλον και τείνουν να επιφέρουν αποσαθρωτικά φαινόμενα, επηρεάζοντας δυσμενώς τη γενικότερη κοινωνική συνοχή.
Στη συλλογική συνείδηση των Ελλήνων, στη μεσαία τάξη ανήκουν τα ευκατάστατα νοικοκυριά, όσοι δηλαδή έχουν σχετικά σταθερή απασχόληση, σχετικά αξιοπρεπείς αμοιβές, τη δυνατότητανα αποκτήσουν σπίτι, αυτοκίνητό, εξοχικό, κ.ο.κ. Προσδιορίζονται, συνήθως, ως μεσαία "εισοδηματική" τάξη, σε σχέση με όσους ανήκουν στην υψηλότερη και τη χαμηλότερη εισοδηματική τάξη. Με διεθνείς ορισμούς, η μεσαία εισοδηματική τάξη ορίζεται ως το μερίδιο των νοικοκυριών με διαθέσιμο εισόδημα μεταξύ του 75% και του 200% του διάμεσου εισοδήματος όλων των νοικοκυριών. Με τους ορισμούς αυτούς, στη μεσαία εισοδηματική τάξη ανήκουν χονδρικά 1 στους 2 Έλληνες (54%), ενώ στην υψηλή εισοδηματική τάξη (άνω του 200% του διάμεσου) 1 στους 8 και στη χαμηλή εισοδηματική τάξη (κάτω του 75% του διάμεσου) 1 στους 3. Από τους τελευταίους, λιγότεροι από τους μισούς βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας, που ορίζεται από τον ΟΟΣΑ στο 50% του διάμεσου διαθέσιμου εισοδήματος.
Στην Ελλάδα, λοιπόν, το διάμεσο διαθέσιμο εισόδημα για ένα νοικοκυριό με δύο ενήλικες και δύο παιδιά άνω των 14 ετών, προσδιορίζεται το 2018 σε €19,7 χιλ. Το εισόδημα αυτό σε σταθερές τιμές 2018 αυξήθηκε στη δεκαετία της υψηλής ανάπτυξης (με δανεικά…) σε €30 χιλ. περίπου (2009-2010) από €25 χιλ. το 2003, ενώ μειώθηκε δραματικά σε €19 χιλ. το 2014, κατά τη διάρκεια της μεγάλης ύφεσης, λόγω της προσαρμογής των Μνημονίων, όταν το ΑΕΠ συρρικνώθηκε κατά το ¼, και σήμερα, έξι χρόνια μετά, διαμορφώνεται σε €20 χιλ. περίπου. Νοικοκυριά αυτής της σύνθεσης θεωρούνται ότι ανήκουν στη μεσαία εισοδηματική τάξη εφόσον το διαθέσιμο εισόδημά τους βρίσκεται μεταξύ €14,7 χιλ. (75% του διάμεσου) και €39,3 χιλ. (200% του διάμεσου). Με την ίδια λογική, ένα νοικοκυριό της ίδιας σύνθεσης ανήκει στην υψηλή ή τη χαμηλή εισοδηματική τάξη εφόσον το διαθέσιμο εισόδημά του είναι άνω των €39,3 χιλ. ή κάτω των €14,7 χιλ., αντιστοίχως. Τέλος, με διαθέσιμο ετήσιο εισόδημα χαμηλότερο από €9850, ένα νοικοκυριό βρίσκεται κάτω από το όριο της φτώχειας. Χονδρικά, λοιπόν, το διάμεσο διαθέσιμο εισόδημα μιας 4μελούς οικογένειας στην Ελλάδα είναι €20 χιλ. περίπου, και με διαθέσιμο εισόδημα €15-€40 χιλ. η οικογένεια αυτή ανήκει στη μεσαία τάξη. Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με τον ορισμό του διαμέσου, πάνω και κάτω από €20 χιλ. διαθέσιμο εισόδημα βρίσκεται το 50% των 4μελών οικογενειών στην Ελλάδα. Σε όρους μικτών αποδοχών, ο διάμεσος grosso modo διαμορφώνεται σε €30 χιλ. και η μεσαία τάξη ορίζεται μεταξύ €20-€60 χιλ.
Αναλύοντας τα μικροδεδομένα των Ερευνών Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης της ΕΛΣΤΑΤ από το 2003 και μετά, την περίοδο των Μνημονίων παρατηρείται μια διόγκωση του μεριδίου των νοικοκυριών (και των αντίστοιχων εισοδημάτων) της μεσαίας εισοδηματικής τάξης, αλλά και της χαμηλής εισοδηματικής τάξης άνω του ορίου της φτώχειας, με αντίστοιχη μείωση του μεριδίου των νοικοκυριών της υψηλής εισοδηματικής τάξης και της χαμηλής εισοδηματικής τάξης κάτω του ορίου της φτώχειας. Με άλλα λόγια, παρατηρείται μια καθαρή μετανάστευση νοικοκυριών από τα υψηλά στα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα, με το μερίδιο των νοικοκυριών κάτω του ορίου της φτώχειας να μειώνεται, καθώς η μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος την περίοδο των Μνημονίων συντελέστηκε λαμβάνοντας υπόψιν κατά το δυνατόν την ανάγκη να μην πληγούν τα σχετικώς χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα.
Τέλος, από τα στοιχεία προκύπτει ότι, λόγω της τεράστιας υπερφορολόγησης κατά την περίοδο των Μνημονίων και της υψηλής προοδευτικότητας του φορολογικού συστήματος, η μεσαία εισοδηματική τάξη καταβάλλει σήμερα το 51% των φορολογικών εσόδων, ενώ πριν την κρίση κατέβαλε το 39,3%. Αντίστοιχα, η υψηλότερη εισοδηματική τάξη, που συρρικνώθηκε αριθμητικά και εισοδηματικά, σήμερα καταβάλει το 38,1% των φορολογικών εσόδων έναντι άνω του 50% που κατέβαλε πριν την κρίση. Οι εξελίξεις αυτές αποτυπώνουν είτε την μετακίνηση νοικοκυριών σε χαμηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια είτε την μη καταγραφή τους στις στατιστικές λόγω της μετανάστευσης στο εξωτερικό, εγκατάλειψης επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, κ.λ.π. Ως αποτέλεσμα, το κράτος, για να συνεχίσει να καλύπτει τις ανάγκες του, προχώρησε σε υπερφορολόγηση των σχετικώς υψηλότερων εισοδημάτων, όσων είχαν απομείνει. Πιο πρόσφατα, όμως, και ιδίως από το 2016 και μετά, η υπερφορολόγηση εντάθηκε, με την διατήρηση του αφορολόγητου σε υψηλά επίπεδα, απαλλάσσοντας έτσι από την φορολογία μεγάλα στρώματα του πληθυσμού και αυξάνοντας αναλογικά την φορολογική επιβάρυνση των υπόλοιπων, και ιδίως των συνεπών φορολογουμένων. Βεβαίως, εάν ληφθεί υπόψη και ο φόρος ακίνητης περιουσίας τότε η συνολική επιβάρυνση είναι ακόμη δυσμενέστερη.
Συμπερασματικά, η χώρα μας κατάφερε να βγει από την κρίση, αλλά με τα μεσαία και υψηλά εισοδηματικά στρώματα να επωμίζονται ένα τεράστιο πρόσθετο φορολογικό βάρος. Σήμερα, τα δημοσιονομικά της χώρας είναι σε ισορροπία και έχει αρχίσει η αντιστροφή της υπερφορολόγησης. Στην διαδικασία αυτή, χρειάζεται μεγάλη προσοχή ώστε η μείωση της φορολογίας να συνοδεύεται από αναπτυξιακά μέτρα, περιορισμό της φοροδιαφυγής και τη διαφύλαξη της δημοσιονομικής σταθερότητας. Άλλωστε στην Ελλάδα, οι εκλογές κερδίζονται και χάνονται με βάση την αβεβαιότητα που βιώνει η μεσαία τάξη λόγω της οικονομικής δυσπραγίας, η οποία συνδέεεται άμεσα με την υπερφορολόγηση, που την πλήττει.
Σχετικά με τις οικονομικές εξελίξεις, αύξηση +4,3% σημείωσε ο κύκλος εργασιών στη μεταποίηση πλην πετρελαιοειδών στο σύνολο του 2019, επιπλέον αύξησης +3,5% το 2018, με τις πωλήσεις, ωστόσο, στην εξωτερική αγορά να παρουσιάζουν μικρή επιβράδυνση. Η αύξηση προήλθε κυρίως από τους κλάδους παραγωγής φαρμάκων (+20,4%), καπνού (+14,8%), ηλεκτρονικών προϊόντων και Η/Υ (+26,5%), οχημάτων (+17,7%) και τροφίμων (+3,1%). Την ίδια ώρα, σε θετικό έδαφος επανήλθε η ιδιωτική οικοδομική δραστηριότητα τον Νοέμβριο του 2019 σημειώνοντας αύξηση +7% με βάση τον όγκο των νέων αδειών (+6,7% κατά το διάστημα Ιαν – Νοε 2019), ενώ η εξαίρεση του ΦΠΑ από την οικοδομή αναμένεται να συμβάλλει στην άνοδο της δραστηριότητας τους επόμενους μήνες, ιδίως αναφορικά με τις άδειες για νέες κατοικίες. Παράλληλα, μικρή βελτίωση παρουσίασε τον Ιανουάριο του 2020, σε σύγκριση με τον αντίστοιχο μήνα το 2019, το ισοζύγιο προσλήψεων – αποχωρήσεων (-17.318 θέσεις, έναντι -22.333 τον Ιανουάριο του 2019), ακολουθώντας σε γενικές γραμμές την εποχικότητα των τελευταίων ετών. Ωστόσο, η επιβράδυνση του ρυθμού δημιουργίας νέων θέσεων συνολικά το 2019 (+127,6 χιλ., έναντι +141 χιλ. το 2018) σε συνδυασμό με την αύξηση των εγγεγραμμένων ανέργων (1.064 χιλ. τον Δεκέμβριο του 2019, έναντι 935 χιλ. τον Δεκέμβριο του 2018) δημιουργεί προβληματισμό. Από την άλλη πλευρά, ο πληθωρισμός ενισχύθηκε σε +0,9% τον Ιανουάριο του 2020, από +0,4% τον Ιανουάριο του 2019 και +0,3% στο σύνολο του 2019, κυρίως λόγω της ανόδου των τιμών καυσίμων (+8,1%) και φαρμάκων (+4,6%).