Για το σύνολο του έτους διαμορφώθηκε στο 17,3% (μέσος όρος 12 μηνών) από 19,3% το αντίστοιχο διάστημα το 2018. Τα τελευταία 6 χρόνια το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε συνολικά κατά 10,2 ποσοστιαίες μονάδες, ωστόσο παραμένει πολύ υψηλότερο τόσο σε σύγκριση με τα προ κρίσης επίπεδα όσο και σε σχέση με τα τρέχοντα επίπεδα στην ΕΕ-28 και την Ευρωζώνη. Οι εν λόγω αποκλίσεις μεταφράζονται σε υψηλό κόστος για την ελληνική οικονομία. Επί παραδείγματι, με δεδομένο το μέγεθος του εργατικού δυναμικού το 2019 (4.716,3 χιλιάδες άτομα, μέσος όρος 12 μηνών), αν το ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα ήταν ίσο με αυτό της Ευρωζώνης (ΕΕ-28) τότε η απασχόληση θα ήταν υψηλότερη κατά 457,9 χιλιάδες άτομα ή 11,7% (516,4 χιλιάδες άτομα ή 13,2%).
Η πτώση του ποσοστού ανεργίας το 2019 συνοδεύτηκε από ενίσχυση της απασχόλησης, με το εργατικό δυναμικό ωστόσο να ακολουθεί καθοδική πορεία ήδη από το 2010 (δηλαδή σε όρους επιπέδων, η μείωση του αριθμού των ανέργων ήταν υψηλότερη από την αύξηση του αριθμού των απασχολούμενων). Όπως παρουσιάζεται στο Σχήμα 2Α, κατά μέσο όρο την τελευταία 6ετία, η σχέση ανάμεσα στην ετήσια μείωση του ποσοστού ανεργίας και στην αύξηση της απασχόλησης ήταν προσεγγιστικά ένα-προς-ένα. Ειδικά τα 3 τελευταία χρόνια, -2,1 ποσοστιαίες μονάδες πτώσης του ποσοστού ανεργίας κατ’ έτος συνοδεύτηκαν από 2,1 ποσοστιαίες μονάδες αύξησης της απασχόλησης. Αναλυτικά ο αριθμός των απασχολούμενων ατόμων αυξήθηκε στα 3.901,5 χιλιάδες άτομα (μέσος όρος 12 μηνών) σημειώνοντας ετήσια μεταβολή της τάξης του 2,1% ή 79,5 χιλιάδων ατόμων. Σύμφωνα με την τριμηνιαία έρευνα εργατικού δυναμικού της ΕΛΣΤΑΤ (διαθεσιμότητα στοιχείων μέχρι και το 3ο τρίμηνο 2019), η αύξηση της απασχόλησης στην Ελλάδα το 2019 προήλθε κυρίως από τους τομείς της μεταποίησης, της μεταφοράς και αποθήκευσης, του τουρισμού, της δημόσιας διοίκησης και άμυνας & υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης, της εκπαίδευσης και της ενημέρωσης και επικοινωνίας.
Σε σύγκριση με το 2013, δηλαδή το έτος με το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας (27,5%) και το χαμηλότερο επίπεδο απασχόλησης την περίοδο της ελληνικής κρίσης, η συνολική ενίσχυση της απασχόλησης το 2019 διαμορφώθηκε στο 11,2% ή 393,4 χιλιάδες άτομα. Ωστόσο, παραμένει χαμηλότερη κατά -15,2% ή -697,4 χιλιάδες άτομα σε σχέση με τα προ κρίσης επίπεδα. Βάσει αυτών των στοιχείων, την τελευταία 6ετία ανακτήθηκε το 36,1% των απωλειών της κρίσης (2008-2013) σε όρους απασχόλησης.
Υπό το πρίσμα της μεθοδολογίας της εθνικολογιστικής μεγέθυνσης (growth accounting), ο παραγωγικός συντελεστής της εργασίας αποτέλεσε τη βασική πηγή μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας τα 3 τελευταία χρόνια. Ωστόσο, η συνεχής συρρίκνωση του εργατικού δυναμικού και του μη ενεργού πληθυσμού (-0,5% και -0,7% αντίστοιχα το 2019, βλέπε Σχήμα 3), ήτοι των συνολικών διαθέσιμων πόρων του παραγωγικού συντελεστή της εργασίας (για τις ηλικιακές ομάδες που είναι ικανές να εργαστούν) δημιουργεί ισχυρούς περιορισμούς στις μεσομακροπρόθεσμες αναπτυξιακές δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας. Στην περίπτωση που η προαναφερθείσα τάση μείωσης των διαθέσιμων πόρων του παραγωγικού συντελεστή της εργασίας συνεχιστεί, τότε, μόλις εξαντληθούν οι δυνατότητες κυκλικής ανάπτυξης λόγω μείωσης του παραγωγικού κενού, η μοναδική πηγή μεγέθυνσης θα είναι η παραγωγικότητα της εργασίας. Η τελευταία είναι θετική συνάρτηση της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών της παραγωγής και της συσσώρευσης φυσικού κεφαλαίου.