Ένας βασικός λόγος είναι ότι η μεγαλύτερη συγκέντρωση μισθωτών παρουσιάζεται στον τομέα των υπηρεσιών. Μια σημαντική μείωση της απασχόλησης στον κλάδο του εμπορίου, της εστίασης, της παροχής καταλύματος, της αποθήκευσης και των μεταφορών δύσκολα μπορεί να αντισταθμιστεί με αύξηση της απασχόλησης σε άλλους κλάδους της οικονομίας.
Ως συνέπεια, οι προβλέψεις αναφορικά με την εξέλιξη του ποσοστού ανεργίας για τη χώρα μας είναι δυσοίωνες για το 2020. Ωστόσο, υπάρχει αβεβαιότητα για το εάν οι επιπτώσεις της κρίσης στην αγορά εργασίας θα είναι παροδικές ή εάν θα προκαλέσουν μόνιμες επιπτώσεις κατακερματισμού και όξυνσης των ανισοτήτων σε βάρος των πιο ευάλωτων ομάδων. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά για την Ελλάδα ότι το ποσοστό ανεργίας θα ανέλθει στο 19,9% το 2020, ενώ το 2021 θα είναι χαμηλότερο του 2019 κατά μισή ποσοστιαία μονάδα (16,8%). Οι προβλέψεις του ΔΝΤ για τη χώρα μας είναι πιο απαισιόδοξες, καθώς το ποσοστό ανεργίας εκτιμάται ότι θα ανέλθει στο 22% το 2020, για να μειωθεί σε 19% το 2021.
Οι εκτιμήσεις του ΙΝΕ ΓΣΕΕ λαμβάνουν υπόψη τρία σενάρια. Στο πρώτο σενάριο, εκτιμάται ποια θα είναι η εξέλιξη του ποσοστού ανεργίας αν το ΑΕΠ μειωθεί κατά 4% (ευνοϊκό), στο δεύτερο σενάριο κατά 7% (ενδιάμεσο) και στο τρίτο σενάριο κατά 10% (απαισιόδοξο). Στο ευνοϊκό σενάριο, το ποσοστό ανεργίας θα αυξηθεί κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες, φτάνοντας στο 19,2%, στο ενδιάμεσο σενάριο το ποσοστό ανεργίας θα ανέλθει στο 20,3% και στο απαισιόδοξο σενάριο, το ποσοστό ανεργίας εκτιμάται ότι θα φτάσει στο 21,6%.
Η χρονική διάρκεια της ύφεσης και η προοπτική εγκλωβισμού της οικονομίας σε μια νέα φάση στασιμότητας θα καθορίσουν τις πιθανές επιπτώσεις: α) στον όγκο της απασχόλησης και στην αύξηση της υποαπασχόλησης, β) στους μισθούς και στο σύστημα προστασίας των εργαζομένων από συλλογικές και κλαδικές συμβάσεις εργασίας και γ) στις συνθήκες εργασίας των πιο ευάλωτων ομάδων εργαζομένων χαμηλής ειδίκευσης, εκείνων που εργάζονται με μη τυπικές μορφές απασχόλησης, των νέων και των γυναικών.