Τρία σενάρια για τις επιπτώσεις του κορονοϊού στην αγορά εργασίας δημοσιοποίησε την Πέμπτη το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ.
Συγκεκριμένα, εκτιμήσεις του ΙΝΕ ΓΣΕΕ, όπως αποτυπώνονται στο 4ο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων, με τίτλο «COVID-19 και Ελληνική Οικονομία: Επιπτώσεις και Προοπτικές», λαμβάνουν υπόψη τρία σενάρια.
Στο πρώτο σενάριο εκτιμάται ποια θα είναι η εξέλιξη του ποσοστού ανεργίας αν το ΑΕΠ μειωθεί κατά 4% (ευνοϊκό), στο δεύτερο σενάριο κατά 7% (ενδιάμεσο) και στο τρίτο σενάριο κατά 10% (απαισιόδοξο). Στο ευνοϊκό σενάριο, το ποσοστό ανεργίας θα αυξηθεί κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες, φτάνοντας στο 19,2%, στο ενδιάμεσο σενάριο το ποσοστό ανεργίας θα ανέλθει στο 20,3% και στο απαισιόδοξο σενάριο το ποσοστό ανεργίας εκτιμάται ότι θα φτάσει στο 21,6%.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά για την Ελλάδα ότι το ποσοστό ανεργίας θα ανέλθει στο 19,9% το 2020, ενώ το 2021 θα είναι χαμηλότερο του 2019 κατά μισή ποσοστιαία μονάδα (16,8%).
Οι εξελίξεις στην αγορά εργασίας θα καθορίσουν τη βραχυμεσοπρόθεσμη προοπτική της οικονομίας και την πιθανότητα να βρεθεί σε μια νέα παρατεταμένη περίοδο ύφεσης, επισημαίνει η μελέτη.
Ειδικότερα, η χρονική διάρκεια της ύφεσης και η προοπτική εγκλωβισμού της οικονομίας σε μια νέα φάση στασιμότητας θα καθορίσουν τις πιθανές επιπτώσεις: α) στον όγκο της απασχόλησης και στην αύξηση της υποαπασχόλησης, β) στους μισθούς και στο σύστημα προστασίας των εργαζομένων από συλλογικές και κλαδικές συμβάσεις εργασίας και γ)στις συνθήκες εργασίας των πιο ευάλωτων ομάδων εργαζομένων χαμηλής ειδίκευσης, εκείνων που εργάζονται με μη τυπικές μορφές απασχόλησης, των νέων και των γυναικών.
Μια σημαντική μείωση της απασχόλησης στον κλάδο του εμπορίου,της εστίασης, της παροχής καταλύματος, της αποθήκευσης και των μεταφορών (απασχολεί το 31% των μισθωτών) δύσκολα μπορεί να αντισταθμιστεί με αύξηση της απασχόλησης σε άλλους κλάδους της οικονομίας.
Επίσης, το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ εκτιμά ότι η νέα οικονομική και κοινωνική πρόκληση απαιτεί την ταχύτερη δυνατή διαμόρφωση συνθηκών μετασχηματισμού της οικονομίας σε ένα νέο παραγωγικό πρότυπο βιώσιμης ανάπτυξης.
Οι μελετητές υποστηρίζουν ότι η επεκτατική αποτελεσματικότητα του μείγματος της δημοσιονομικής πολιτικής που θα εφαρμοστεί το επόμενο διάστημα και της μετάβασης της χώρας σε ελλειμματικό δημοσιονομικό ισοζύγιο θα κριθεί από το πόσο στοχευμένη θα είναι η στήριξη της κατανάλωσης και των επενδύσεων ως αποτέλεσμα της ενίσχυσης α) των νοικοκυριών και ειδικά των πιο ευάλωτων και εκείνων που θα πληγούν περισσότερο από τις συνέπειες της ύφεσης, και β) των επιχειρήσεων που είναι αντιμέτωπες με μεγάλο ρίσκο χρεοκοπίας και αναστολής της λειτουργίας τους.
Στην κατεύθυνση αυτή η κατανομή των δημοσιονομικών πόρων και κυρίως οι εξελίξεις στον όγκο της απασχόλησης, στους μισθούς, στο σύστημα προστασίας των εργαζομένων από συλλογικές και κλαδικές συμβάσεις εργασίας θα είναι καθοριστικής σημασίας για τη διάρκεια και την ένταση της ύφεσης και την επιστροφή της ελληνικής οικονομίας στη σταθερότητα και τη μεγέθυνση.
Ο άξονας του μετασχηματισμού είναι γνωστός: η παραγωγική και τεχνολογική αναβάθμιση της οικονομίας, με βασικά χαρακτηριστικά τη μετατόπιση της οικονομικής δραστηριότητας σε κλάδους παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών υψηλής τεχνολογίας και εντάσεως γνώσεων και ο περιορισμός της εξάρτησης της εγχώριας παραγωγής από τις εισαγωγές για την ενδυνάμωση της αυτάρκειας της οικονομίας. Η πανδημία COVID-19 ανέδειξε ότι το μέλλον της παγκόσμιας πολιτικής οικονομίας είναι η ποσοτική και ποιοτική αναβάθμιση της εγχώριας αλυσίδας προστιθέμενης αξίας.
Τέλος, δεν πρέπει να υποτιμηθεί ο κίνδυνος από την επίπτωση που πιθανά θα έχει μεσοπρόθεσμα το δημοσιονομικό σοκ της πανδημίας και η ένταση της ύφεσης στο ρίσκο φερεγγυότητας και στο πιστωτικό ρίσκο του Δημοσίου και στη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος.