Μετά από μια δεκαετία που σημαδεύτηκε από την οικονομική και χρηματοπιστωτική κρίση, η Ελλάδα επιδιώκει να ανοικοδομήσει την οικονομία της με ένα σχέδιο να δαπανήσει δισεκατομμύρια ευρώ από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανοικοδόμησης και Ανάκαμψης, επιδιώκοντας ουσιαστικά να μεταμορφώσει το βιομηχανικό της μοντέλο, να προσελκύσει ξένες επενδύσεις και να διορθώσει τα δημοσιονομικά της.
Ο Έλληνας Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης χαιρέτισε το πρόγραμμα, γνωστό ως «Ελλάδα 2.0», επισημαίνοντας πως είναι ένα πρόγραμμα που «αλλάζει ουσιαστικά το υπόδειγμα της ελληνικής οικονομίας, μετατρέποντάς την σε ανταγωνιστική και εξωστρεφή».
Το πρόγραμμα αυτό έρχεται μια χρονική στιγμή που η Ελλάδα προσπαθεί να ανακάμψει από την πανδημία του κορονοϊού, η οποία έχει επιφέρει σημαντικό πλήγμα στην οικονομία που εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από τον τουρισμό και τις υπηρεσίες. Το 2020, η παραγωγή μειώθηκε κατά 10%, ενώ το εθνικό χρέος σε συνάρτηση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος έφτασε πάνω από 200%, το υψηλότερο στην ευρωζώνη.
Ωστόσο, κάποιοι αναλυτές εκφράζουν την ανησυχία τους λόγω των κακών επιδόσεων στην υλοποίηση πολιτικών και την ικανότητά της να αξιοποιήσει τα χρήματα που θα λάβει από το Ταμείο Ανάκαμψης.
Το πρόγραμμα Ελλάδα 2.0 θα σταλεί για τελική έγκριση στις Βρυξέλλες τις αρχές της επόμενης εβδομάδας. Οι αξιωματούχοι θα εξετάσουν προσεκτικά τις 2.000 σελίδες του προγράμματος, οι οποίες περιγράφουν με λεπτομέρεια το πώς η κυβέρνηση θα αξιοποιήσει τα 31 δισεκατομμύρια της Ε.Ε. καθώς και επιπλέον 27 δισεκατομμύρια τα οποία αναμένει από επενδυτές τα επόμενο 6 χρόνια.
Η υποβολή του προγράμματος αποτελεί κορύφωση έξι μηνών εργασίας, κατά την διάρκεια των οποίων οι Έλληνες αξιωματούχοι είχαν πάνω από 100 συναντήσεις με τους ομολόγους τους στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
«Το ελληνικό σχέδιο είναι ένα από τα καλύτερα που έχουμε δει μέχρι σήμερα,» είπε ένας αξιωματούχος της Ε.Ε. Το προσχέδιο, το οποίο βασίζεται σε μια στρατηγική ανάπτυξης που έχει σχεδιάσει ο Έλληνας οικονομολόγος βραβευμένος με Nobel Χριστόφορος Πισσαρίδης, είναι ένα από τα πιο συνεκτικά πλάνα που υποβλήθηκαν από τα κράτη – μέλη, προσέθεσε ο αξιωματούχος.
Το 2018 η Ελλάδα εξήλθε από 8 χρόνια προγραμμάτων οικονομικής διάσωσης, αλλά παραμένει σε ένα σύστημα «ενισχυμένης εποπτείας» από την επιτροπή σχεδιασμένο με στόχο να διασφαλίσει πως η χώρα θα φτάσει τους στόχους που έχει θέσει για το έλλειμμα της. Αν και το πρόγραμμα στήριξης το οποίο χειριζόταν η Επιτροπή, το ΔΝΤ και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, - η λεγόμενη Τρόικα – ήταν βαθύτατα αντιδημοφιλές στην Ελλάδα, κάποιοι στις Βρυξέλλες υποστηρίζουν ότι η εμπειρία λειτούργησε τελικά προς όφελος της Ελλάδας.
«Η εμπειρία του προγράμματος βοηθά πολύ,» είπε ο αξιωματούχος της Ε.Ε. που επεσήμανε ότι η επιτροπή εργάζεται από κοινού με τις ελληνικές αρχές εδώ και πάνω από δέκα χρόνια.
Η ένεση των ευρωπαϊκών κεφαλαίων δίνει στην Ελλάδα την ευκαιρία να εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις που στο παρελθόν τα δημοσιονομικά του κράτους δεν επέτρεπαν να εφαρμοστούν. Η υλοποίηση του προγράμματος Ελλάδα 2.0 θα σημάνει, για παράδειγμα, την εισροή σημαντικού κεφαλαίου για προγράμματα ηλεκτρονικής διακυβέρνησης αλλά και ψηφιοποίησης του δημόσιου τομέα.
Σύμφωνα με το σχέδιο, το 57% της χρηματοδότησης θα χρησιμοποιηθεί για προγράμματα πράσινης μετάβασης και ψηφιακού μετασχηματισμού. Ανάμεσα στα μέτρα που εξετάζονται είναι και η δημιουργία υποδομών 5G, η βελτίωση της σύνδεσης των ελληνικών νησιών με το δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας της ηπειρωτικής χώρας, η ψηφιοποίηση των φορολογικών υπηρεσιών και η επανεκπαίδευση ή η αναβάθμιση δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού.
Το σχέδιο συνοδεύεται και με ένα φιλόδοξο στόχο αύξησης του ελληνικού ΑΕΠ κατά 7% και δημιουργίας 180.000 θέσεων εργασίας μέχρι το 2026.
«Το Πρόγραμμα Ελλάδα 2.0 είναι ένα συμπεριληπτικό, φιλόδοξο και σύγχρονο σχέδιο σε ό,τι αφορά τις υποσχέσεις του,» είπε η Μαρία Δεμερτζή, Αναπληρώτρια Διευθύντρια του think-tank Bruegel των Βρυξελλών. «Αλλά παραμένει υπόσχεση, καθώς η εφαρμογή και η απορρόφηση των ευρωπαϊκών κεφαλαίων ήταν πάντα ένα θέμα. Ελπίζω πως αυτή την φορά η Ελλάδα θα τα πάει καλύτερα».
Την ευθύνη για την εφαρμογή του προγράμματος έχει αναλάβει ο Μητσοτάκης και οι σύμβουλοί του, με τον Θεόδωρο Σκυλακάκη, Αναπληρωτή Υπουργό, επίκεφαλής. Λέει πως έχει απόλυτη επίγνωση των προκλήσεων που τίθενται από τις παραδοσιακές αδυναμίες του ελληνικού δημόσιου τομέα.
«Αυτή είναι μια ιστορική ευκαιρία και μια μοναδική πρόκληση που έχουμε να αλλάξουμε την αποτελεσματικότητα αλλά και την κουλτούρα του ίδιου του κράτους να πετύχει. Δεν θα είναι εύκολο, αλλά έχουμε εμπιστοσύνη στο σχέδιό μας και το μέλλον της χώρας,» είπε ο Σκυλακάκης.