Αντίθετα το 2022 αναμένει πως θα είναι ένα άκρως εντυπωσιακό έτος για την αναπτυξιακή εικόνα της χώρας, καταγράφοντας ρυθμούς της τάξης του 6,1%, που θα είναι – αυτή τη φορά – οι δεύτεροι υψηλότεροι διεθνώς μετά το 7,4% που αναμένεται ότι θα αυξηθεί το ΑΕΠ της Ισπανίας.
Συγκριτικά, σε ό,τι αφορά την ευρωζώνη αναμένει ότι η ανάπτυξη φέτος θα κινηθεί στο 4,6% και το 2022 θα ενισχυθεί ελαφρώς στο 4,8%, ενώ οι ΗΠΑ θα καταγράψουν τους ισχυρότερους ρυθμούς διεθνώς φέτος - μετά το +7% της περιοχής των αναδυόμενων αγορών συνολικά, και στο 6,8%, πριν επιβραδυνθούν το 2022 στο 4,7%. Το Ταμείο Ανάκαμψης εκτιμάται ότι θα είναι το υπερόπλο για τις οικονομίες της ευρωζώνης και η μεγάλη ευκαιρία που θα στρώσει το έδαφος για ένα ισχυρό οικονομικά 2022, όπως αναφέρει το capital.gr.
Σε ό,τι αφορά τα δημοσιονομικά, η γερμανική τράπεζα εκτιμά πως το ισοζύγιο της Ελλάδα θα συνεχίσει να είναι ελλειμματικό κατά τα επόμενα δύο χρόνια, και από έλλειμα 9,6% του ΑΕΠ το 2020, φέτος θα κλείσει με έλλειμα 6,3% του ΑΕΠ και το 2022 με έλλειμμα 5% του ΑΕΠ. Αξίζει να σημειωθεί πως η Deutsche Bank εκτιμά πως τα δημοσιονομικά ισοζύγια όλων των χωρών θα είναι ελλειμματικά στη διετία, με εξαίρεση τη Νορβηγία.
Όλες οι προβλέψεις σε ό,τι αφορά τις χώρες της Ε.Ε ωστόσο βασίζονται στο ότι θα ενεργοποιηθεί στο δεύτερο μισό του έτους το Ταμείο Ανάκαμψης. Σε αυτό το πλαίσιο, η γερμανική τράπεζα εξετάζει παράλληλα εάν το Ταμείο των 750 δισ. ευρώ, θα μπορέσει ουσιαστικά να κλείσει το χάσμα επενδύσεων στην περιοχή, αν θα μπορέσει όντως να πυροδοτήσει αρκετές επενδύσεις – ιδιωτικές και δημόσιες.
Επενδυτικό κενό ύψους 1,7 τρισ. ευρώ
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της, όταν ξέσπασε η πανδημία η ευρωζώνη είχε επενδυτικό κενό ύψους 1,7 τρισ. ευρώ. Η ευρωζώνη, όπως τονίζει, έχει υπο-επενδύσει τα τελευταία 15 χρόνια σε κλίμακα περίπου 15% του ΑΕΠ, ενώ το κενό παραγωγής στην περιοχή το 2019 ήταν περίπου 5%, κάτι που εξηγεί γιατί ο πληθωρισμός παραμένει τόσο χαμηλός και πολύ μακριά του στόχου του "κοντά στο 2%" της ΕΚΤ. Το μέγεθος του σοκ της πανδημίας, σε συνδυασμό με το μεγάλο επενδυτικό κενό πριν από την Covid, δείχνει πως η αναγκαία και καταλληλότερη πολιτική για την ευρωζώνη αυτή τη στιγμή είναι οι μεγάλης κλίμακας στοχευμένες δημόσιες επενδυτικές δαπάνες.
Ίσως η Ευρώπη πρέπει να κάνει πολλά περισσότερα, πέραν του Ταμείου Ανάκαμψης, σημειώνει η Deutsche Bank, καθώς θεωρεί πιθανό ότι αυτό δεν θα μπορέσει να κλείσει τελικά το επενδυτικό κενό της ευρωζώνη. Ωστόσο, όπως τονίζει η γερμανική τράπεζα, το κρίσιμο πρώτο βήμα είναι να εφαρμόσει αυτό που έχει ήδη συμφωνηθεί. Μια καθυστέρηση στο Ταμείο θα μπορούσε να επιφέρει σημαντικό "χτύπημα" στην ανάκαμψη, όπως προειδοποιεί.
Το Ταμείο "οραματίζεται" ουσιαστικά ότι θα δαπανηθούν 750 δισ. ευρώ σε δημόσιες επενδύσεις μέσα στα επόμενα επτά χρόνια, περίπου το 1% του ΑΕΠ ετησίως. Είναι ένα πρόγραμμα δημοσιονομικής τόνωσης που χρηματοδοτείται με χρέος. Σχετική έρευνα του ΔΝΤ διαπιστώνει ότι τα προγράμματα τόνωσης των δημόσιων επενδύσεων που χρηματοδοτούνται με χρέος τείνουν να έχουν ισχυρότερες επιπτώσεις στο ΑΕΠ. Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι δημόσιες επενδύσεις αυξάνουν την παραγωγή κατά 1,5 φορά βραχυπρόθεσμα και έως και 3 φορές τις δαπάνες μετά από 5 χρόνια. Διαπιστώνει επίσης μείωση του δείκτη δημόσιου χρέους μετά από 5 χρόνια κατά 1,5%. Με βάση την έρευνα του ΔΝΤ, μια αισιόδοξη αξιολόγηση του Ταμείο Ανάκαμψης θα έδειχνε ότι ένα πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων ισοδύναμο με το 1% του ΑΕΠ ετησίως θα μπορούσε να ενισχύσει τις ιδιωτικές επενδύσεις με τον ίδιο ρυθμό και να ωθήσει το ΑΕΠ κατά 2% έως 3% μεσοπρόθεσμα. Μια τέτοια ώθηση στις ιδιωτικές επενδύσεις θα ήταν πιθανότατα αρκετή για να καλύψει σχεδόν το επενδυτικό κενό που συσσωρεύτηκε την τελευταία δεκαετία.
Ωστόσο, για να καλυφθεί αυτό το "κενό" πρέπει να επιτευχθεί ένας δύσκολος συνδυασμός δράσεων:
(1) όλοι οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης (και τα 750 δισ. ευρώ) θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν, συμπεριλαμβανομένων των δανείων RRF ύψους 360 δισ. ευρώ. Οι ενδείξεις μέχρι στιγμής είναι ότι τα κράτη μέλη της ΕΕ θα λάβουν τις επιχορηγήσεις, αλλά υπάρχει κάποια διστακτικότητα στη χρήση των δανείων (υπάρχει κόστος ισολογισμού ακόμη και αν τα επιτόκια είναι ευνοϊκά). Ορισμένες χώρες ενδέχεται να χρησιμοποιήσουν μια στρατηγική δύο σταδίων: επιχορηγήσεις πρώτα και, ανάλογα με τους όρους, τα δάνεια αργότερα.
(2) Οι δημοσιονομικοί πολλαπλασιαστές πρέπει να είναι τόσο υψηλοί όσο υποδηλώνουν οι επίσημες εκτιμήσεις, και για να γίνει αυτό θα πρέπει η νομισματική πολιτική να παραμείνει εποικοδομητική όλο το διάστημα, οι δημόσιες δαπάνες για επενδύσεις θα πρέπει να είναι πολύ αποτελεσματικές και θα πρέπει να συνεχιστεί η χρηματοδότηση μέσω έκδοσης χρέους (δηλαδή όχι μέσω δημοσιονομικών μέτρων) και άρα να υπάρχει συνέχιση της ευνοϊκής δημοσιονομικής πολίτικης
(3) Τέλος οι τράπεζες πρέπει να είναι σε θέση να χρηματοδοτήσουν τις ιδιωτικές επενδύσεις. Ο κίνδυνος οι πτωχεύσεις εταιρειών να χτυπήσουν τους ισολογισμούς των τραπεζών ή η έλλειψη πιστωτικής ζήτησης εν μέσω μεγάλης αβεβαιότητας και ιστορικά υψηλών επιπέδων χρέους, θα μπορούσαν να επηρεάσουν αυτόν τον μηχανισμό μετάδοσης.
Το κατά πόσον το Ταμείο Ανάκαμψης θα μπορέσει να οδηγήσει σε εφάπαξ αύξηση των επενδύσεων ή να δώσει πραγματική ώθηση στο μακροπρόθεσμο αναπτυξιακό δυναμικό της Ευρώπης, εξαρτάται από την όρεξη της ΕΕ για μετασχηματισμό, όπως καταλήγει η Deutsche Bank. Ένας γνήσιος μετασχηματισμός των ευρωπαϊκών προοπτικών απαιτεί σημαντική ενίσχυση των προσπαθειών για την ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης, την εφαρμογή της ένωσης κεφαλαιαγορών, τη μεταρρύθμιση του δημοσιονομικού πλαισίου και πολλά άλλα, καθώς και αποσαφήνιση του πλαισίου γύρω από την πράσινη μετάβαση της ΕΕ. Μια ισχυρή, σταθερή, καινοτόμος και βιώσιμη ΕΕ παραμένει ένα έργο που ακόμα βρίσκεται σε εξέλιξη.