Μετά τη JP Mοrgan και τη σύστασή της για στοπ στην αγορά ελληνικών ομολόγων λόγω αύξησης των απόδόσεων και πτώσης της τιμής, ο γερμανικός τύπος αναφέρεται επίσης στις ανησυχίες που υπάρχουν σχετικά με την αύξηση των αποδόσεων. Η γερμανική οικονομική εφημερίδα Handelsblatt αναφέρει ότι "ο υψηλός πληθωρισμός και η προσδοκία μιας στροφής στην πολιτική επιτοκίων για την ευρωζώνη ασκεί πιέσεις στα κρατικά ομόλογα. Μεγάλη πτώση κατέγραψαν τις περασμένες εβδομάδες οι τιμές των ελληνικών ομολόγων. Αντιστρόφως ανάλογη ήταν η άνοδος στις αποδόσεις τους. Την Παρασκευή η απόδοση του δεκαετούς ομολόγου, που αποτελεί βαρόμετρο, ξεπέρασε το 2,6%, φτάνοντας σε πενταπλάσια επίπεδα από τον Αύγουστο του 2021. (...) Τώρα πολλοί επενδυτές "διώχνουν" ελληνικά ομόλογα από το χαρτοφυλάκιό τους. Αυτό αποδεικνύει πόσο έντονος είναι ο σκεπτικισμός που επικρατεί ακόμη στις αγορές για μία χώρα που πέρασε κρίση. Όλοι οι μεγάλοι οίκοι αξιολόγησης εξακολουθούν να μην αποδίδουν την επενδυτική βαθμίδα στα ελληνικά κρατικά ομόλογα".
H κυριακάτικη έκδοση της Neue Zürcher Zeitung (NZZ) βλέπει παρόμοιο πρόβλημα σε όλες τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου. "Υπό πίεση τα προβληματικά παιδιά της ευρωζώνης" είναι ο τίτλος του άρθρου, με την εφημερίδα να σημειώνει ότι "οι καιροί γίνονται πιο δύσκολοι για την Ιταλία, την Ελλάδα και τις άλλες χώρες (του Νότου). Οι τιμές για τα ομόλογά τους σημειώνουν πτώση. Μελλοντικά θα πρέπει να καταβάλουν και πάλι υψηλότερα επιτόκια". Μιλώντας στην ελβετική εφημερίδα ο Ρενέ Χέρμαν, επικεφαλής οικονομικών ερευνών στον οίκο αξιολόγησης Independent Credit View, δηλώνει ότι "η αύξηση των αποδόσεων που παρατηρούμε τις τελευταίες ημέρες είναι μόνο η αρχή. Με την αναμενόμενη εξομάλυνση της νομισματικής πολιτικής επανερχόμαστε ξαφνικά σε μία κατάσταση, στην οποία ‘μετράει' η φερεγγυότητα του οφειλέτη".
Την ίδια στιγμή ο νέος υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, Κρίστιαν Λίντνερ, μιλώντας στην Handelsblatt, εξηγεί τις προτεραιότητές του για την ευρωζώνη και απορρίπτει το αίτημα για αλλαγή των κριτηρίων του Μάαστριχτ, ενώ επαναφέρει ως προτεραιότητα τη μείωση του χρέους. Απαντώντας σε σχετικό ερώτημα, επισημαίνει: "Για μένα είναι σημαντικό να καταλήξουμε σε ένα δεσμευτικό πρόγραμμα για τη μείωση χρέους στην Ευρώπη. Δεν τα καταφέραμε μετά τη δημοσιονομική κρίση, πριν από μία δεκαετία. Στο ίδιο μακροοικονομικό περιβάλλον ορισμένα κράτη-μέλη έχουν συσσωρεύσει ένα δημοσιονομικό απόθεμα, μειώνοντας το χρέος τους, ενώ άλλα εξακολουθούν να έχουν υψηλά ποσοστά χρέους".
Διστακτικός φαίνεται ο Κρίστιαν Λίντνερ και στο ζήτημα της πανευρωπαϊκής εγγύησης για τις τραπεζικές καταθέσεις. Συγκεκριμένα, δηλώνει: "Η ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης θα αποτελούσε σημαντικό βήμα για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας στον ιδιωτικό χρηματοπιστωτικό τομέα. Αλλά πρέπει να είναι σαφές ότι με μία κοινή ανάληψη ευθύνης θα δίνονταν λάθος κίνητρα. Γι αυτό προτείνω μία ισχυρή εθνική συνιστώσα στα συστήματα εγγύησης καταθέσεων. Και μόνο όταν αυτή φτάνει στα όριά της, σε μία κρίση, να προβλέπεται ένα είδος αντασφάλισης, η οποία όμως θα πρέπει να συνοδεύεται από απαράβατους κανόνες για την εκκαθάριση τραπεζών και για την αξιολόγηση κινδύνου σε κρατικά ομόλογα που καταγράφονται στους ισολογισμούς".