Λίγο πριν από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης προβλεπόταν για το 2022 στο 5%, σημείωσε ο κεντρικός τραπεζίτης σε ομιλία του στο πλαίσιο της Γενικής Συνέλευσης του Συνδέσμου Ασφαλιστικών Εταιρειών. Ωστόσο τόνισε ότι η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία δημιουργεί μία σοβαρή διαταραχή από την πλευρά της προσφοράς, η οποία επηρεάζει αρνητικά την παραγωγή και αυξάνει ιδιαίτερα τις τιμές της ενέργειας οι οποίες είναι πιθανόν να αυξηθούν ακόμη περισσότερο στο μέλλον.
Όπως εξήγησε, «η συνέχιση των πληθωριστικών πιέσεων στις τιμές εισαγομένων θα μπορούσε να περιορίσει την ιδιωτική κατανάλωση και τη δυναμική της ανάπτυξης. Για τα νοικοκυριά, ο πληθωρισμός είναι διπλά αρνητικός, διότι μειώνει το πραγματικό τους εισόδημα αλλά και τις πραγματικές αποδόσεις των καταθέσεών τους.
»Ο πληθωρισμός στην Ελλάδα αλλά και στη ζώνη του ευρώ συνολικά ενισχύθηκε σημαντικά ως αποτέλεσμα κυρίως της εκτίναξης των τιμών της ενέργειας. Η ουκρανική κρίση και η επίλυσή της είναι πιθανόν να καθυστερήσουν την υποχώρηση του πληθωρισμού σε επίπεδα συμβατά με το στόχο της σταθερότητας των τιμών. Βραχυπρόθεσμα, οι επιπτώσεις της κρίσης αυτής λειτουργούν προς την κατεύθυνση του στασιμοπληθωρισμού, αλλά μεσοπρόθεσμα οδηγούν σε αποπληθωρισμό, σε συνάρτηση βεβαίως με την αποκλιμάκωση της αβεβαιότητας. Επί του παρόντος, δεν γνωρίζουμε πότε και πώς θα επιλυθεί η ουκρανική κρίση, επομένως πρέπει να τηρήσουμε μια προσεκτική στάση καθώς είναι ακόμη πολύ νωρίς για να εκτιμηθεί ο αντίκτυπός της. Η ένταση της νέας σοβαρής διαταραχής θα εξαρτηθεί, μεταξύ άλλων, από την απάντηση της δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η οποία δεν έχει ακόμη καθοριστεί.
»Ως μέλος του Δ.Σ. της ΕΚΤ, δεν μπορώ να πω περισσότερα για τη νομισματική πολιτική σήμερα, διότι έχουμε συνάντηση τις επόμενες δύο μέρες στην Φρανκφούρτη και ισχύει ο κανονισμός της λεγόμενης ‘περιόδου σιωπής’ (‘quiet period’) για τα μέλη του Δ.Σ. της ΕΚΤ.
»Μεσοπρόθεσμα, για να μπορέσει η οικονομία να ανταπεξέλθει στις προκλήσεις και να επιλύσει τα προβλήματα που αντιμετωπίζει, εν μέρει ως κληρονομιά της κρίσης χρέους, ώστε να επιτευχθεί η μετάβαση σε ένα βιώσιμο πρότυπο εξωστρεφούς οικονομικής δραστηριότητας, με την επίτευξη υψηλών αναπτυξιακών ρυθμών για την επόμενη δεκαετία, απαιτείται αποτελεσματική αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων, υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων που περιλαμβάνονται στο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, βελτίωση των δημοσιονομικών μεγεθών, αλλά και ενίσχυση της χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας.
»Για την αντιμετώπιση της πανδημίας τα τελευταία δυο χρόνια χρειάστηκε ένα μεγάλο δημοσιονομικό πακέτο στήριξης της οικονομίας με αποτέλεσμα την δημιουργία υψηλών πρωτογενών ελλειμμάτων. H διόγκωση του χρέους λόγω της πανδημίας και ο επιπλέον δανεισμός για τη χρηματοδότηση των υψηλών ελλειμμάτων περιορίζουν σημαντικά τα περιθώρια για δημοσιονομική χαλάρωση την επόμενη περίοδο.
»Στο σημείο αυτό θέλω να τονίσω ότι η βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών, μέσω της χάραξης αξιόπιστης μεσοπρόθεσμης δημοσιονομικής στρατηγικής, είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της ελληνικής οικονομίας και την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας. Για να επιτευχθεί όμως αυτό χρειάζεται διαφύλαξη της αξιοπιστίας της μεταρρυθμιστής προσπάθειας καθώς και ταχύτερη του αναμενόμενου εξισορρόπηση των δημόσιων οικονομικών.
»Μελλοντικά οι οικονομίες προβλέπεται να αντιμετωπίσουν περισσότερες κρίσεις απ’ ό,τι στο παρελθόν (π.χ. κλιματική κρίση, μεταναστευτικές ροές, υγειονομικές κρίσεις, γήρανση του πληθυσμού, ενεργειακή μετάβαση, γεωπολιτικές εντάσεις). Ως εκ τούτου, οι οικονομίες πρέπει να γίνουν πιο ανθεκτικές σε αρνητικές διαταραχές, προκειμένου να αποφευχθούν μελλοντικές κρίσεις χρέους και περαιτέρω επιβάρυνση των επόμενων γενεών. Γι’ αυτόν τον λόγο θα πρέπει οι κρατικοί προϋπολογισμοί να ισοσκελίζονται διαχρονικά, μέσω όμως μιας δημοσιονομικής προσαρμογής περισσότερο αντικυκλικής απ’ ό,τι στο παρελθόν. Η Ελλάδα θα πρέπει να συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις, ακόμη και μετά το τέλος της περιόδου αυξημένης εποπτείας από τους πιστωτές. Οι επενδύσεις και η εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που αυξάνουν τον δυνητικό ρυθμό ανάπτυξης αποτελούν καταλυτικό παράγοντα καθώς έχει αποδειχθεί ότι είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος ενίσχυσης της βιωσιμότητας του χρέους.
»Κλείνοντας θα ήθελα να πω ότι η εισβολή στην Ουκρανία πέρα από την παγκόσμια ανησυχία για την τεράστια ανθρωπιστική κρίση, προκαλεί υψηλή αβεβαιότητα για το μέλλον αναφορικά με τις οικονομικές επιπτώσεις που συνεπάγεται. Καθώς όμως τα γεγονότα εξακολουθούν να εξελίσσονται, η όποια εκτίμηση των οικονομικών επιπτώσεων περιβάλλεται από σημαντική αβεβαιότητα. Η οικονομική δραστηριότητα ενδέχεται να εξασθενήσει και ο πληθωρισμός να διατηρηθεί σε υψηλά επίπεδα για μεγαλύτερο διάστημα με αντίκτυπό που αδιαμφισβήτητα θα επηρεάσει την ασφαλιστική αγορά. Η αυξημένη αβεβαιότητα των επενδυτών για τη μελλοντική πορεία της οικονομίας, του πληθωρισμού και των επιτοκίων, και καθώς οι αποτιμήσεις προσαρμόζονται στη νέα πραγματικότητα, ενισχύει τον κίνδυνο διαταραχών στις χρηματοπιστωτικές αγορές, κατέληξε.