Το υψηλό ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων επιχειρηματικών δανείων, είτε εντός είτε εκτός τραπεζικών ισολογισμών, και η πυκνότητα των εταιρειών «ζόμπι» αποτελούν σημαντικές προκλήσεις για την ελληνική οικονομία, αναφέρει σε μελέτη του το ΙΟΒΕ.
Τα επιχειρηματικά ΜΕΑ (Μη Εξηπηρετούμενα Ανοίγματα) και ο αριθμός των επιχειρήσεων «ζόμπι» στην Ελλάδα κατέγραψαν σημαντική μείωση μετά την κορύφωσή τους το 2015 και 2013 αντίστοιχα, παραμένουν ωστόσο σε υψηλά επίπεδα, ειδικά σε επιμέρους τομείς δραστηριότητας. Η ανάλυση στην περίπτωση της ελληνικής οικονομίας επιβεβαιώνει ευρήματα της διεθνούς βιβλιογραφίας ότι η παρατεταμένη παρουσία κόκκινων επιχειρηματικών δανείων και εταιρειών «ζόμπι» αποτελούν εμπόδιο στις προοπτικές επενδύσεων και απασχόλησης, ενώ επιδρούν αρνητικά στην παραγωγικότητα και την αποτελεσματική κατανομή των πόρων. Οι επιδράσεις είναι τόσο άμεσες σε επίπεδο εταιρείας, όσο και ευρύτερες σε επίπεδο συνολικής οικονομίας, καθώς διαχέονται σε υγιείς επιχειρήσεις του κάθε τομέα οικονομικής δραστηριότητας, πλήττοντας έτσι τον υγιή ανταγωνισμό στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών.
Η μελέτη ανέδειξε ότι υφίσταται υψηλή θετική συσχέτιση στις τάσεις μεταξύ των επιχειρηματικών ΜΕΑ και του αριθμού των εταιρειών «ζόμπι» στην ελληνική οικονομία κατά τη διάρκεια της πρόσφατης εικοσαετίας. Αφενός, έγινε διακριτή ανάλυση των ΜΕΑ ανά τομέα, τόσο εντός όσο και εκτός τραπεζικών ισολογισμών, ενώ παρουσιάστηκαν συγκεντρωτικά στοιχεία για το ύψος των εξασφαλίσεων των ΜΕΑ. Αφετέρου, καταγράφηκε η τάση στον αριθμό των εταιρειών «ζόμπι» ανά τομέα, στη βάση διεθνώς προτεινόμενων ορισμών, καθώς και ο βαθμός συγκέντρωσης κεφαλαίου στις εταιρείες αυτές ως ποσοστό του συνολικού παγίου κεφαλαίου κάθε τομέα.
Στο σκέλος των επιχειρηματικών ΜΕΑ, αναδείχθηκε η σημασία της διακριτής και συγκεντρωτικής ανάλυσης στοιχείων για το ύψος των κόκκινων δανείων προς Μη Χρηματοπιστωτικές Επιχειρήσεις (ΜΧΕ), που βρίσκονται είτε στους τραπεζικούς ισολογισμούς είτε εκτός τραπεζικών ισολογισμών και υπό διαχείριση από servicers. Τα επιχειρηματικά ΜΕΑ στους ισολογισμούς των τραπεζών έχουν υποχωρήσει σημαντικά, κατά 85% την περίοδο 2016-2022, από €58 δισεκ. (ή 47,0% του συνόλου) το 2015, σε €8,9 δισεκ. (ή 8,1%) το 2022, ή 8,1%. Ωστόσο, η αξιοσημείωτη υποχώρηση των ΜΕΑ οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε διαγραφές, πωλήσεις και τιτλοποιήσεις που πραγματοποιήθηκαν την περίοδο 2016-2022 και σε μικρότερο βαθμό σε οργανικές βελτιώσεις. Έτσι, το μεγαλύτερο απόθεμα από τα ΜΕΑ που μετακινήθηκε εκτός τραπεζικών ισολογισμών, πλέον βρίσκονται υπό τη διαχείριση των servicers, και ανερχόταν σε €33,4 δισεκ. στο τέλος του 2022. Ως αποτέλεσμα, τα επιχειρηματικά ΜΕΑ στο σύνολο της οικονομίας έχουν υποχωρήσει μόνο κατά 28% την περίοδο 2016-2022, σε περίπου €42 δισεκ. το 2022.
Μεταξύ των ποιοτικών στοιχείων της ανάλυσης των ΜΕΑ, ξεχωρίζουν ευρήματα σε σχέση με την κλαδική τους διάσταση, καθώς και αναφορικά με το ύψος των εξασφαλίσεων που απορροφούν. Συγκεκριμένα, ο βαθμός κλαδικής συγκέντρωσης των επιχειρηματικών ΜΕΑ παραμένει υψηλός, καθώς στους τομείς Εμπορίου, Μεταποίησης και Κατασκευών καταγράφονται τα 2/3 του συνόλου (εντός και εκτός ισολογισμών τραπεζών) των επιχειρηματικών ΜΕΑ, ενώ οι ίδιοι τομείς αντιπροσωπεύουν κατά μέσο όρο την περίοδο 2005-2022 περίπου το ¼ της συνολικής ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας της οικονομίας. Σε σχέση με την πορεία μείωσης των ΜΕΑ την περίοδο 2016-2022, η τάση διαφοροποιείται σε επιμέρους τομείς, όπως η Μεταποίηση όπου καταγράφεται στασιμότητα στην εξέλιξη των ΜΕΑ την ίδια περίοδο. Ταυτόχρονα, τα ΜΕΑ στην οικονομία απορροφούν ένα σημαντικό μερίδιο χρηματοοικονομικών και φυσικών πόρων μέσω των εξασφαλίσεων. Το ύψος των εξασφαλίσεων, που αφορά κυρίως (κατά 85%) σε επαγγελματικά (53%) και οικιστικά ακίνητα (32%) και σχετίζεται στενά με το επίπεδο του ποσοστού ανάκτησης των ΜΕΑ, αγγίζει τα €19,8 δισεκ., ή 47% των συνολικών ΜΕΑ, ενώ ως ποσοστό του ΑΕΠ βρίσκεται στο 9,5%. Συνεπώς, η ταχύτερη διευθέτηση των προβληματικών δανείων, δύναται να αποδεσμεύσει σημαντικούς χρηματοοικονομικούς και φυσικούς πόρους και η ανακατανομή που θα προκύψει προς πιο παραγωγικές κατευθύνσεις, είναι δυνατόν να συμβάλει σε ταχύτερη οικονομική μεγέθυνση.
Παράλληλα, αναδείχθηκε η διαχρονική εξέλιξη του ποσοστού επιχειρήσεων «ζόμπι» στην ελληνική οικονομία, στη βάση διεθνώς εφαρμοζόμενων κριτηρίων. Το εκτιμώμενο ποσοστό των επιχειρήσεων «ζόμπι» εμφάνισε αύξηση από το 10% έως το 18,6% στο χρονικό διάστημα 2005-2013 και αποκλιμάκωση έκτοτε, έως και 8,9% το 2022. Σε σχέση με την τάξη μεγέθους των επιχειρήσεων βάσει κύκλου εργασιών, παρατηρείται υψηλότερο ποσοστό «ζόμπι» επιχειρήσεων στις πολύ μικρές επιχειρήσεις, με την τάση να είναι πτωτική μετά το 2013 σε όλες τις τάξεις μεγέθους. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι στην περίοδο 2005-2016, όπου το ποσοστό των επιχειρήσεων «ζόμπι» ήταν υψηλότερο στις επιχειρήσεις μεγάλου μεγέθους σε σχέση με τις μικρομεσαίες, που συνάδει ωστόσο με τα ευρήματα της βιβλιογραφίας.
Η ποιοτική ανάλυση της εξέλιξης των εταιρειών «ζόμπι» ανά τομέα οικονομικής δραστηριότητας εμφανίζει υψηλότερη πυκνότητα «ζόμπι» από τον μέσο όρο της οικονομίας στις Κατασκευές (F), τα Καταλύματα και Εστίαση (I) και τη Διαχείριση Ακίνητης Περιουσίας (L). Εξετάζοντας το ύψος των υποχρεώσεων προς τράπεζες των ΜΧΕ, ο τομέας των Κατασκευών εμφανίζει συστηματικά τις υψηλότερες υποχρεώσεις από επιχειρήσεις «ζόμπι», ειδικότερα από το 2008 και μετά οπότε ξέσπασε η διεθνής χρηματοοικονομική κρίση. Επίσης, παρουσιάζει ενδιαφέρον το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις «ζόμπι» του τομέα της Μεταποίησης (C) εμφάνιζαν συστηματικά αξιοσημείωτο ύψος υποχρεώσεων προς τις τράπεζες, που κορυφώθηκαν το 2013 στα €3,4 δισεκ. ή 21,3% του συνόλου των υποχρεώσεων από επιχειρήσεις «ζόμπι», ενώ το 2021 έχουν υποχωρήσει στα €1,1 δισεκ. ή 15,7% του συνόλου, με το μερίδιο της μεταποίησης στη συνολική ακαθάριστη προστιθέμενη αξία να κυμαίνεται στο 10% το ίδιο έτος. Επίσης, ο τομέας του Χονδρικού-Λιανικού εμπορίου εμφανίζει υψηλότερο μερίδιο υποχρεώσεων από επιχειρήσεις «ζόμπι» σε σχέση με το μερίδιό του στη συνολική προστιθέμενη αξία της οικονομίας.
Το εκτιμώμενο ποσοστό επιχειρήσεων «ζόμπι» παρουσιάζει θετική συσχέτιση με το ποσοστό επιχειρηματικών ΜΕΑ στους τραπεζικούς ισολογισμούς την περίοδο 2002-2021. Ωστόσο, η άνοδος του ποσοστού «ζόμπι» επιχειρήσεων προηγήθηκε της ανόδου του ποσοστού ΜΕΑ στους τραπεζικούς ισολογισμούς, ενώ και η μείωση του ποσοστού «ζόμπι» επιχειρήσεων προηγήθηκε της μείωσης του ποσοστού ΜΕΑ. Η διαφορετική πορεία εξέλιξης μεταξύ των δύο δεικτών, πιθανόν αναδεικνύει ότι το ποσοστό «ζόμπι» είναι σε ένα βαθμό πρόδρομος δείκτης των ΜΕΑ. Για την πρόσφατη περίοδο ταχύτερης μείωσης του αριθμού των «ζόμπι» σε σχέση με τα ΜΕΑ, ίσως αυτό να οφείλεται μερικώς στη συσσώρευση και καθυστέρηση διευθέτησης προβληματικών δανείων από τις τράπεζες σε επιχειρήσεις που έχουν διακόψει τη λειτουργία τους και βρίσκονται σε κατάσταση εκκαθάρισης, και ως εκ τούτου, δεν συμπεριλαμβάνονται στη βάση της ICAP.
Επίσης αναδείχθηκαν πέντε βασικά ευρήματα.
Πρώτον, οι υγιείς επιχειρήσεις εμφανίζουν καλύτερες επιδόσεις από τις εταιρείες «ζόμπι», σε όρους ρυθμού αύξησης επενδύσεων, απασχόλησης και επιπέδου παραγωγικότητας.
Δεύτερον, η υψηλή συγκέντρωση κεφαλαίου σε εταιρείες «ζόμπι» επηρεάζει αρνητικά τον ρυθμό αύξησης των επενδύσεων και της παραγωγικότητας στις υγιείς επιχειρήσεις σε ορισμένους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας.
Τρίτον, η υψηλή συγκέντρωση κεφαλαίου σε εταιρείες «ζόμπι» αναγκάζει σε πολλούς τομείς δραστηριότητας τις υγιείς επιχειρήσεις να αυξήσουν το ελάχιστο επίπεδο παραγωγικότητας και επενδύσεων που απαιτείται για να επιβιώσουν.
Τέταρτον, η υψηλή συγκέντρωση κεφαλαίου σε επιχειρήσεις «ζόμπι» εμποδίζει την ανακατανομή κεφαλαίου σε πιο παραγωγικές επενδύσεις μεταξύ των επιχειρήσεων και τομέων δραστηριότητας.
Πέμπτον, οι νεότερες σε ηλικία και μεγαλύτερες σε μέγεθος επιχειρήσεις εμφανίζουν εν γένει καλύτερες επιδόσεις, σε όρους ρυθμού αύξησης επενδύσεων, απασχόλησης, αλλά και επιπέδου παραγωγικότητας.
Αναλυτικότερα, έγινε χρήση οικονομετρικών υποδειγμάτων, προκειμένου να διερευνηθεί η επίδραση της συμφόρησης «ζόμπι» επιχειρήσεων σε επιχειρήσεις που δεν είναι «ζόμπι», στο σύνολο αλλά και σε επιμέρους τομείς της επιχειρηματικής οικονομίας. Οι επιχειρήσεις που δεν είναι «ζόμπι» εμφανίζουν υψηλότερες επιδόσεις, σε δείκτες όπως ο ρυθμός αύξησης των καθαρών παγίων κεφαλαίων, ο ρυθμός μεταβολής της απασχόλησης και η συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής. Σε συμφωνία με τα ευρήματα της διεθνούς βιβλιογραφίας, παρατηρήθηκε ότι επιχειρήσεις νεαρές σε ηλικία και με μεγαλύτερο μέγεθος – βάσει κύκλου εργασιών – επιτυγχάνουν κατά κανόνα υψηλότερες επιδόσεις σε σχέση με τις υπόλοιπες.
Στο σύνολο της οικονομίας, οι επιχειρήσεις που δεν είναι «ζόμπι» εμφανίζουν υψηλότερη συνολική παραγωγικότητα σε σχέση με τις «ζόμπι» (ειδικά στους τομείς C, G, I, J, M, N, S), με το χάσμα παραγωγικότητας να αυξάνεται όσο μεγαλύτερη είναι η «συμφόρηση» (congestion) από «ζόμπι» επιχειρήσεις στον τομέα (ειδικά στους τομείς C, F, G, H, L, S). Σε όρους επενδύσεων και απασχόλησης, αν και στο σύνολο της επιχειρηματικής οικονομίας φαίνεται ότι η παρουσία επιχειρήσεων «ζόμπι» δεν δημιουργεί συμφόρηση ούτε μειώνει την ικανότητα ή/και τα κίνητρα των επιχειρήσεων που δεν είναι «ζόμπι» να αναπτυχθούν, ωστόσο, όταν η ανάλυση επικεντρωθεί σε μονοψήφιους τομείς δραστηριότητας προκύπτουν διαφοροποιήσεις, τόσο ως προς την κατεύθυνση των επιδράσεων όσο και ως προς το μέγεθός τους.
Οι έμμεσες επιδράσεις στις υγιείς επιχειρήσεις από τη συμφόρηση κεφαλαίου στις εταιρείες «ζόμπι» διαφοροποιούνται ανά τομέα οικονομικής δραστηριότητας. Χαρακτηριστικά, παρατηρείται χαμηλότερος ρυθμός αύξησης των επενδύσεων στις υγιείς επιχειρήσεις όσο μεγαλύτερη είναι η συμφόρηση κεφαλαίου σε «ζόμπι» επιχειρήσεις στους τομείς της Μεταποίησης (C), Παροχής νερού-Επεξεργασίας λυμάτων-Εξυγίανσης (E), στα Καταλύματα και Εστίαση (I), και τη Διαχείριση Ακίνητης Περιουσίας (L). Αντίστοιχα, παρατηρείται βραδύτερο ρυθμός ανακατανομής του κεφαλαίου προς παραγωγικές επενδύσεις στην Μεταποίηση (C), το Εμπόριο (G), τα Καταλύματα και Εστίαση (I), τη Διαχείριση Ακίνητης Περιουσίας (L) και τις Επαγγελματικές και Τεχνικές Δραστηριότητες (Ν).
Καταλήγοντας, αναδεικνύεται η σημασία για την ελληνική οικονομία της ταχείας διευθέτησης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, καθώς και της περαιτέρω μείωσης του αριθμού των εταιρειών «ζόμπι». Ως άμεσες θετικές επιδράσεις ξεχωρίζουν οι αναμενόμενοι υψηλότεροι ρυθμοί επενδύσεων, απασχόλησης και παραγωγικότητας στην οικονομία λόγω του υψηλότερου μεριδίου των υγιών επιχειρήσεων. Στις έμμεσες θετικές επιδράσεις συγκαταλέγονται η βελτίωση των προοπτικών λειτουργίας και ανάπτυξης στις υπάρχουσες υγιείς επιχειρήσεις λόγω απελευθέρωσης χρηματοοικονομικών και φυσικών πόρων και αποτελεσματικότερης κατανομής αυτών στο σύνολο της οικονομίας και εντός επιμέρους τομέων οικονομικής δραστηριότητας προς πιο παραγωγικές κατευθύνσεις. Προτεραιότητες πολιτικής με σκοπό την ταχεία και αποτελεσματική μείωση των ΜΕΑ και του αριθμού των εταιρειών «ζόμπι» αναμένεται να βελτιώσουν την ταχύτητα και το εύρος κάλυψης του επενδυτικού κενού της ελληνικής οικονομίας, καθώς και την μείωση του ποσοστού ανεργίας. Επιπλέον, δύνανται να ενισχύσουν την προοπτική ενίσχυσης της συνολικής παραγωγικότητας της οικονομίας, καθώς και ανακατανομής του κεφαλαίου σε παραγωγικές επενδύσεις, που αποτελούν αναγκαίες προϋποθέσεις για την επίτευξη ισχυρών και διατηρήσιμων ρυθμών ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας μεσο-μακροχρόνια.