Η Τράπεζα Κύπρου ανακοίνωσε τα οικονομικά αποτελέσματα για το τρίμηνο που έληξε στις 31 Μαρτίου 2016.
Ειδικότερα, όπως αναφέρει η τράπεζα, η ισχυρή δυναμική στις προσπάθειές της για αναδιαρθρώσεις δανείων συνεχίζεται, με βελτίωση όλων των παραμέτρων επιμέτρησης της ποιότητας του δανειακού χαρτοφυλακίου. Έτσι, κατά το πρώτο τρίμηνο του 2016, η τράπεζα ολοκλήρωσε περαιτέρω αναδιαρθρώσεις δανειοδοτήσεων σε όλο το φάσμα του δανειακού της χαρτοφυλακίου.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση στα δάνεια σε καθυστέρηση πέραν των 90 ημερών κατά περίπου 1 δισ. ευρώ για το πρώτο τρίμηνο του 2016, με τον δείκτη δανείων σε καθυστέρηση πέραν των 90 ημερών επί του συνόλου των δανείων να μειώνεται στο 47% στις 31 Μαρτίου 2016 από 50% στις 31 Δεκεμβρίου 2015.
Περαιτέρω μείωση στα δάνεια σε καθυστέρηση πέραν των 90 ημερών αναμένει η τράπεζα στα επόμενα τρίμηνα του 2016, αντικατοπτρίζοντας τη δυναμική στις αναδιαρθρώσεις δανείων και τις βελτιωμένες οικονομικές και λειτουργικές συνθήκες στην Κύπρο. Ο δείκτης κάλυψης των δανείων σε καθυστέρηση πέρα των 90 ημερών με προβλέψεις αναμένεται να ανέλθει περίπου στο 50%.
Σε ότι αφορά το καθαρό κέρδος μετά τη φορολογία για το πρώτο τρίμηνο του 2016, η τράπεζα αναμένει ότι θα ανέλθει σε περίπου 50 εκατ. ευρώ.
Ο δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών Κατηγορίας 1 (με μεταβατικές διατάξεις) της τράπεζας αναμένεται να αυξηθεί περίπου στο 14,3%, από 14% στις 31 Δεκεμβρίου 2015, αντικατοπτρίζοντας την κερδοφορία για το πρώτο τρίμηνο του 2016 και τη συνεχή μείωση των σταθμισμένων περιουσιακών στοιχείων.
Επιπλέον, η τράπεζα σημειώνει ότι η ρευστότητά της συνεχίζει να βελτιώνεται. Παρ' όλο που οι καταθέσεις στην Κύπρο παρέμειναν στα ίδια επίπεδα για το πρώτο τρίμηνο του 2016, αντικατοπτρίζοντας τις εποχιακές διακυμάνσεις και την επίπτωση από την αλλαγή στη συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ έναν του δολαρίου Αμερικής, η εισροή καταθέσεων παρουσίασε αύξηση κατά τον Απρίλιο του 2016.
Τέλος, επισημαίνεται ότι η βελτιωμένη ρευστότητα επέτρεψε στην τράπεζα να αποπληρώσει χρηματοδότηση από τον ELA ύψους 0,6 δισ. ευρώ μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2015, μειώνοντάς την στο σημερινό επίπεδο των 3,2 δισ. ευρώ.