Μετά από μία μακρόχρονη και εξαιρετικά επώδυνη περίοδο ύφεσης, σκληρής δημοσιονομικής προσαρμογής αλλά και αναποτελεσματικής κυβερνητικής διαχείρισης με άνιση κατανομή των βαρών της, η Ελληνική Οικονομία έχει εισέλθει από τα μέσα του 2016 και ύστερα σε τροχιά ανάκαμψης. Το, δε, 2017 αποτελεί ξεκάθαρα το πρώτο έτος ανάπτυξής της αναφέρει στο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων το Υπουργείο Οικονομίας και Ανάπτυξης.
Η αύξηση στο ΑΕΠ και στις βασικές συνιστώσες του
Με τη δημοσίευση των στοιχείων του β’ τριμήνου είναι εμφανές πως η ελληνική οικονομία έχει περάσει οριστικά το κατώφλι της ανάκαμψης με 3 από τα 4 τελευταία τρίμηνα να σημειώνει θετικούς ρυθμούς επέκτασης και τα δύο τελευταία συνεχόμενα τρίμηνα να διπλασιάζει τον ρυθμό μεγέθυνσης της ενώ όλες οι ενδείξεις για το γ΄ τρίμηνο 2017 να προδιαγράφουν ακόμη ταχύτερη επέκταση. Αυτός ο επιταχυνόμενος ρυθμός ανάκαμψης πρέπει να συνεχιστεί και στο υπόλοιπο του έτους, καθώς είναι προϋπόθεση για να επιτευχθεί ο στόχος ανάπτυξης το 1,8% για φέτος.
Αν εξετάσουμε αθροιστικά την πορεία ανάκαμψης της οικονομίας το α’ εξάμηνο, θα διαπιστώσουμε πως το 2017 έχει την υψηλότερη επίδοση συγκριτικά με τις αντίστοιχες περιόδους των προηγούμενων
ετών, χάρις στην ετήσια αύξηση των επενδύσεων ( 2 , 7 % ) κ α ι τ ω ν εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών (7,4%) και χάρις στην αντίστοιχη αύξηση της ιδιωτικής κ α τ α ν ά λωσ η ς ( 1 % ) αναφέρει το Υπουργείο.
Σε κάθε περίπτωση, το α’ εξάμηνο 2017 υπερισχύει με όρους ανάπτυξης του 2014 (όταν επίσης είχε σημειωθεί μία οριακή ανάκαμψη ) σε όλα τα μεγέθη που συμβάλλουν στην αύξηση του ΑΕΠ. Γεγονός που υποδηλώνει μία ποιοτική διαφορά ως προς το παρελθόν.
Βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας
Βεβαίως, οι παραγωγικές επενδύσεις και ειδικότερα οι ξένες άμεσες επενδύσεις δεν ανακάμπτουν τυχαία στην Ελλάδα. Η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης την οποία αντανακλούν δεν οφείλεται μόνο στην τεράστια δημοσιονομική προσαρμογή, αλλά κ α ι σ τ η ν α ύ ξ η σ η τ η ς δ ι ε θ ν ο ύ ς ανταγωνιστικότητας της χώρας και τη βελτίωση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων
τα τελευταία χρόνια. Συγκεκριμένα, ο δείκτης της πραγματικής σταθμισμένης συναλλαγματικής ισοτιμίας (με βάση τις σχετικές τιμές καταναλωτή) της Τράπεζας της Ελλάδος που μετρά την εξέλιξη της ανταγωνιστικότητας της χώρας έναντι των βασικών εμπορικών της εταίρων κατέδειξε αύξηση ανταγωνιστικότητας 2,6% τη περίοδο 2012-2014 και νέα βελτίωση 4,4% από το 2014 ως και το α’ τρίμηνο 2017.
Επιπλέον, ο δείκτης ανταγωνιστικότητας του World Economic Forum (WEF) ο οποίος για την Ελλάδα έδειχνε επιδείνωση ως το 2013, έκτοτε σημείωσε εμφανή βελτίωση.
Σαν αποτέλεσμα των παραπάνω ευνοϊκών εξελίξεων ο δείκτης Οικονομικού κλίματος της Ελλάδος (Economic Sentiment Indicator- ESI) τον Αύγουστο του 2017 αυξήθηκε στις 99,0 μονάδες από 98,2 μονάδες τον Ιούλιο του 2017 και 91,8 μονάδες το 2016.
Εκτίναξη των ξένων άμεσων επενδύσεων
Την βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και την ποιοτική διαφορά στην ανάπτυξη του 2017 αποκαλύπτει η ισχυρή άνοδος των εισροών Ξένων Άμεσων Επενδύσεων (ΞΑΕ), οι οποίες το 2016 συνολικά αυξήθηκαν 170% έναντι του 2015 υπερβαίνοντας κατά 800 εκατομ. ευρώ τα επίπεδα εισροών του 2014, ενώ το α’ εξάμηνο του 2017 σημείωσαν νέα άνοδο 185% έναντι του α’ εξαμήνου 2016 και 74% έναντι της αντίστοιχης περιόδου του 2014.
Επίσης, σαν ποσοστό του ΑΕΠ οι εισροές ΞΑΕ αυξάνουν από 0,65% κατά μέσον όρο τη περίοδο 2007-2012 σε 0,97% τη τριετία 2013-2015 και σε 1,95% τη διετία 2016-2017. Έχουμε, δηλαδή, έναν τριπλασιασμό σχεδόν του ειδικού τους βάρους μέσα σε μία δεκαετία. Οι ΞΑΕ έχουν καθοριστική σημασία στην ανάπτυξη μιας οικονομίας που τελεί υπό πολιτικές εσωτερικής υποτίμησης (Μνημόνια) και άρα στενότητας ρευστότητας, κεφαλαίων κ αι ζήτησης, γ ι α τ ί ε ί ν α ι ο ι ξ έ ν ο ι κεφαλαιουχικοί πόροι που θα πιστοποιήσουν την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και θα δώσουν την κρίσιμη ώθηση στην ανάπτυξη της οικονομίας με πολλαπλασιαστικά οφέλη για το σύνολο της επιχε ιρηματ ικής δραστηριότητας.
Αξίζει, δε, να τονιστεί πως βάσει της πρόσφατης μελέτης της Ernst & Young για τις ΞΑΕ στις χώρες της Μεσογείου προέκυψε ότι στο διάστημα 2011-2015 από τις 10.660 ΞΑΕ που πραγματοποιήθηκαν στις μεσογειακές χώρες της ΕΕ μόλις 60 έγιναν στην Ελλάδα (0,6%) και από τα 455 δισ που ήταν η αξία τους για τις χώρες αυτές μόλις 7 δισ αφορούσαν την Ελλάδα (1,5%). Δεδομένου ότι το ΑΕΠ της Ελλάδας ισοδυναμεί με το 5,4% του ΑΕΠ των εν λόγω χωρών, οι εισροές ΞΑΕ στη χώρα μας ήταν 3,6 φορές λιγότερες απ’ όσες αναλογούν στο μέγεθος της οικονομίας μας. Το γεγονός αυτό εκτός από την αναξιοπιστία που χαρακτήριζε ως πρόσφατα την ελληνική οικονομία, μαρτυρεί, ωστόσο, συγχρόνως τα μεγάλα αναπτυξιακά πε ρ ι θώρ ια πο υ υπάρ χ ο υ ν από τ η ν προσέλκυση ΞΑΕ στη χώρα μας.