«Το αίτημα για εκλογές συντονίζεται με τις λαϊκές προσδοκίες για μία διέξοδο από τα προβλήματα που συσσωρεύονται, από τις τραγικές συνέπειες της αποτυχίας της κυβέρνησης να διαχειριστεί οποιαδήποτε κρίση», δήλωσε ο Δημήτρης Τζανακόπουλος, μιλώντας στο Kontra Channel.
Ο γραμματέας της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ ανέφερε ότι σε όλα τα πεδία, πανδημία, οικονομία, ακρίβεια, διαχείριση έκτακτων καταστάσεων, απλές καθημερινές λειτουργίες του κράτους όπως η έκδοση των συντάξεων, αλλά και στο πεδίο της Δημοκρατίας, «κυριαρχεί η σήψη, η παρακμή, η αδυναμία διαχείρισης οποιουδήποτε προβλήματος». Σημείωσε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ είναι απολύτως έτοιμος να αναλάβει ξανά τη διακυβέρνηση και έχει προσδιορίσει ακριβώς τις βασικές πολιτικές προτεραιότητές του. Ειδικότερα είπε ότι πρώτη και μέγιστη προτεραιότητα είναι να στηριχθεί το ΕΣΥ, με ενίσχυση υποδομών, ενίσχυση του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού. Παράλληλα επισήμανε ότι η αξιωματική αντιπολίτευση έχει καταθέσει «αναλυτική πρόταση για την αντιμετώπιση της ακρίβειας», σημειώνοντας ότι «χρειάζεται η κατάργηση των αντεργατικών νόμων Χατζηδάκη, οι οποίοι αποδιάρθρωσαν την αγορά εργασίας, χρειάζεται η αύξηση του κατώτατου μισθού στα 800 ευρώ που θα συμπαρασύρει προς τα πάνω το σύνολο της μισθολογικής κλίμακας, καθώς και η ρύθμιση του ιδιωτικού χρέους των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων που δημιουργήθηκε μέσα στην πανδημία». Αντίθετα, τόνισε, «ο κ. Μητσοτάκης και η κυβέρνησή του επιλέγουν να θέσουν ως προτεραιότητα την ενίσχυση των υψηλών και πολύ υψηλών εισοδημάτων, των πολύ μεγάλων επιχειρήσεων και των ολιγαρχών». Ρώτησε γιατί δεν μειώνει η κυβέρνηση αυτή τη στιγμή τον ειδικό φόρο κατανάλωσης στα καύσιμα, στο φυσικό αέριο, στο πετρέλαιο, σχολιάζοντας ότι «ο κ. Γεωργιάδης μας είπε ότι δεν υπάρχουν οι πόροι». Όμως, σημείωσε, «υπάρχουν οι πόροι για να σπαταλώνται σε ενισχύσεις συγκεκριμένων επιχειρηματικών συμφερόντων, υπάρχουν οι πόροι για να χρηματοδοτείται η λίστα Πέτσα, υπάρχουν πόροι για να γίνονται απευθείας αναθέσεις 5 δισ. ευρώ μέσα σε ενάμισι χρόνο στους επιχειρηματικούς φίλους της κυβέρνησης». Συνεπώς, είπε, «όλα αυτά είναι ζήτημα πολιτικών προτεραιοτήτων και κοινωνικών αναφορών».
Όσον αφορά στην παραίτηση του Σπήλιου Λιβανού από την κυβέρνηση, σχολίασε ότι «είναι η λογική της απόλυτης παρακμής, η λογική των πελατειακών σχέσεων», για να προσθέσει ότι «ωστόσο, τον τόνο του παλαιοκομματισμού και της καθεστωτικής λογικής τον δίνει ο ίδιος ο κ. Μητσοτάκης». Μίλησε για «υποκρισία και για δήθεν πρωθυπουργική πυγμή», προσθέτοντας ότι ο πρωθυπουργός «έδιωξε έναν αδύναμο κρίκο, τον κ. Γεραπετρίτη όμως που έχει τις ειδικές σχέσεις με τον κ. Φουρθιώτη δεν τον έχει πειράξει».
Ερωτηθείς για τη συζήτηση περί κατάθεσης ενδεχόμενου νέου εκλογικού νόμου από πλευράς της κυβέρνησης, είπε ότι θα ήταν «πρωτοφανές πραξικόπημα, εφόσον γίνει» και πως «μόνο το γεγονός ότι γίνεται αυτή η συζήτηση αποδεικνύει ότι έχουμε μια κυβέρνηση σε αποδρομή που αναζητά διόδους πολιτικής διαφυγής». Όσον αφορά τις δημοσκοπήσεις, τόνισε ότι «υπάρχει έντονη λαϊκή δυσαρέσκεια απέναντι στην κυβέρνηση και αυτή αποτυπώνεται στα ποιοτικά στοιχεία των μετρήσεων». Κληθείς να σχολιάσει τη θέση των άλλων κομμάτων απέναντι στο αίτημα για εκλογές, δήλωσε ότι «υπάρχει ένα ερώτημα στο οποίο πρέπει να απαντήσουν όλα τα δημοκρατικά κόμματα, εάν πρέπει να φύγει άμεσα η κυβέρνηση Μητσοτάκη». «Εμείς απαντάμε ξεκάθαρα ναι», σημείωσε, ενώ σχολίασε ως «επαμφοτερίζουσα» τη στάση του Κινήματος Αλλαγής να υπερψηφίζει την πρόταση δυσπιστίας που κατέθεσε ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, αλλά να διαφωνεί όμως με το αίτημα για άμεση προσφυγή σε εκλογές.
«Ο κ. Μητσοτάκης απέτυχε και πρέπει να φύγει», είπε ο κ. Τζανακόπουλος, τονίζοντας ότι «η χώρα χρειάζεται προοδευτική δημοκρατική διέξοδο με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, γεγονός που θα έχει ως βάση τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία στις εκλογές όποτε κι αν αυτές γίνουν». Αναφορικά με το προσεχές συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία και τον προσυνεδριακό διάλογο που έχει ήδη ανοίξει, υπογράμμισε ότι «θα υπάρξει συζήτηση για όλα τα ζητήματα -στρατηγική, πολιτικές προτεραιότητες, οργανωτικές μορφές- και η συζήτηση θα γίνει σε βάθος και με σεβασμό στην αντίθετη άποψη».