Αναλυτικές απαντήσεις για την κυβερνητική αντίδραση στο θέμα Λιβανού – Δούκα, έδωσε, μιλώντας στον «Αντέννα», ο υπουργός Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης, όπως επίσης για τα θέματα του εκλογικού νόμου και της ακρίβειας.
Συγκεκριμένα, «ο κ. Λιβανός, υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, δεν ανταποκρίθηκε με γρήγορα αντανακλαστικά στα όσα ακούσθηκαν, τα οποία προφανώς ήταν απαράδεκτα και προσβλητικά, δεν συνάδουν με τις αρχές και τις αξίες της παράταξης και δεν ανταποκρίνονται στην προσπάθεια της τότε κυβέρνησης. Για λόγους αρχής ο πρωθυπουργός, που έχει και την απόλυτη Συνταγματική αρμοδιότητα, αποφάσισε να κάνει δεκτή την παραίτησή του».
Μάλιστα, ο υπουργός Επικρατείας είπε πως υπάρχουν δύο διαστάσεις: Αφενός, η ηθική διάσταση, όπου «δεν είναι δυνατόν όταν έχεις νεκρούς, ακόμη και καταστροφή περιουσίας, να διαχειρίζεσαι την κατάσταση με τον τρόπο αυτό». Αφετέρου, η πραγματική διάσταση, «που αφορά στην άμεση, γρήγορη, ενίσχυση των ανθρώπων για τα άμεσα έξοδά τους».
Σε ένα άλλο θέμα, αυτό των σεναρίων αλλαγής του εκλογικού συστήματος, μετά τον πρωθυπουργό και ο υπουργός Επικρατείας διαβεβαίωσε πως «δεν υπάρχει καμία πρόθεση αλλαγής του εκλογικού νόμου. Ο εκλογικός νόμος ήλθε για να τροποποιήσει τον προηγούμενο νόμο της απλής αναλογικής, ο οποίος είναι βέβαιο ότι δεν θα διασφάλιζε την κυβερνητική σταθερότητα και θα έβαζε σε μεγάλα προβλήματα, σε σοβαρή διακινδύνευση τη χώρα». Εν τέλει «είναι ένας εκλογικός νόμος που ισορροπεί με ικανοποιητικό τρόπο μεταξύ της ανάγκης για κυβερνητική σταθερότητα και της ικανοποιητικής αντιπροσώπευσης. Η κυβέρνηση δεν πρόκειται να παίξει πολιτικά παιχνίδια, θα συνεχίσουμε με αυτόν τον εκλογικό νόμο, με αυτόν θα πορευθούμε».
Στο ερώτημα δε, αν η αλλαγή του θα έστελνε μήνυμα ηττοπάθειας σε ό,τι αφορά το κυβερνών κόμμα, ο Γ. Γεραπετρίτης απάντησε λέγοντας πως «αυτό μπορεί να είχε μια παράσταση ηττοπάθειας, όμως το πιο σημαντικό από όλα είναι η θεσμική διάσταση: πρέπει να πορευόμαστε με ένα σταθερό σύστημα, να είναι γνωστοί οι κανόνες του πολιτικού παιχνιδιού. Αυτούς τους κανόνες έθεσε εξ αρχής η ελληνική κυβέρνηση, ήταν στο προεκλογικό της πρόγραμμα. Ο πολιτικός καιροσκοπισμός δεν πρέπει να κυριαρχεί σε θεσμικά ζητήματα», διεμήνυσε.
Στο πρόβλημα της ακρίβειας, και δη στο ενεργειακό σκέλος, εισαγωγικώς έκανε λόγο για «παγκόσμιο φαινόμενο», καθώς «η ενεργειακή κρίση – η οποία συνδέεται και με τα γεωπολιτικά ζητήματα – έχει πυροδοτήσει κύμα ανατιμήσεων. Οι ανακοινώσεις που έγιναν για τις αναπτυγμένες χώρες του ΟΟΣΑ αναδεικνύουν ότι ο δείκτης τιμών καταναλωτή έχει τη μεγαλύτερη αύξηση τα τελευταία 30 χρόνια, (είναι) στο 7%, στη Γερμανία 7%, στις ΗΠΑ 7%.» (…) καμία χώρα δεν έχει καταφέρει να ανταποκριθεί απολύτως στις ανατιμήσεις που υπάρχουν. Κάτι τέτοιο θα έθετε σε μείζονα διακινδύνευση την παγκόσμια οικονομία και τις εθνικές οικονομίες».
Παραλλήλως θύμισε ότι «η Ελλάδα έχει ενισχύσει τους καταναλωτές, τα νοικοκυριά πρωτίστως, και από τον Ιανουάριο και τις επιχειρήσεις, για το τελευταίο 5μηνο με 1,75 δισ.», που είναι «κατ’ αναλογίαν η μεγαλύτερη ενίσχυση στην Ευρωπαϊκή Ένωση», μια ενίσχυση που συνεχίζεται και κατά το μήνα Φεβρουάριο. Για κάθε μήνα που περνάει, συνέχισε, «η ενίσχυση για το ενεργειακό κόστος είναι περίπου 400 εκατ. ευρώ από την ελληνική κυβέρνηση. Αντιλαμβάνομαι ότι δεν είναι αρκετά, δεν υπάρχει αναπλήρωση της ακρίβειας, όπως δεν υπάρχει και αναπλήρωση όλων των αντανακλαστικών συνεπειών σε βασικά προϊόντα. Όμως, είναι αυτό το οποίο μπορούμε να κάνουμε υπό τις συνθήκες, αυτό το οποίο κατακτήσαμε με πολύ κόπο, πόνο, συνέπεια, δηλαδή τη δημοσιονομική συνέπεια να μην την διακινδυνεύσουμε».
Εξάλλου, εξήγησε, «σήμερα οι αγορές αντιδρούν σε οποιαδήποτε παροχές με τρόπο άμεσο, αυξάνονται τα επιτόκια. Για εμάς πρώτιστο είναι να ενισχύσουμε τα ευάλωτα νοικοκυριά –και αυτό θα συνεχίσουμε να το πράττουμε. Από την άλλη αυτό δεν πρέπει να οδηγήσει σε μια σοβαρή διακινδύνευση των δημοσιονομικών μας».
Ταυτοχρόνως, ο Γ. Γεραπετρίτης επικαλέστηκε την «πάρα πολύ μεγάλη προσπάθεια» για απομείωση των φορολογικών όσο και των ασφαλιστικών βαρών: «ήδη, οι περισσότεροι φόροι έχουν μειωθεί, με αποτέλεσμα να έχουμε αύξηση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος, κατά τις εκτιμήσεις γύρω στο 7%», ανέφερε και έφερε ως παράδειγμα τη μεσοσταθμική μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 13% από 1ης Ιανουαρίου, τη μείωση του φόρου των επιχειρήσεων και φυσικών προσώπων, τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά τρεις μονάδες.
Αναγνωρίζοντας ότι «δεν είναι πάντοτε εύκολο να παρεμβαίνεις στη διαμόρφωση των πληθωριστικών τάσεων», επικαλέστηκε από την άλλη τη 2η αύξηση στον κατώτατο μισθό: «θα είναι μια πολύ ικανοποιητική αύξηση εντός του ιδίου έτους έτσι ώστε τουλάχιστον τα κατώτερα εισοδήματα να μπορούν με κάποιο τρόπο να ανταποκρίνονται». Από την άλλη, «υπάρχουν περιπτώσεις που είναι αδύνατον να αναπληρωθούν οι αυξήσεις, δεν μπορούν να αναπληρωθούν με μαγικό τρόπο», αλλά «όποιος ισχυρίζεται ότι είναι εύκολη άσκηση να μειώσουμε ένα φόρο και με τον τρόπο αυτό να περιοριστεί η ακρίβεια, είναι πολύ απλοϊκή η προσέγγιση αυτή», αντέτεινε.
Και, ναι μεν «μια μείωση φόρου να συμβάλει στη μεγαλύτερη ζήτηση, έτσι ώστε να υπάρχει αναπλήρωση των χαμένων δημοσιονομικών», ωστόσο, διευκρίνισε, «αυτό είναι μια άσκηση που δεν είναι εύκολη. Καμία κυβέρνηση στη Μεταπολίτευση δεν έχει προβεί σε τόσες και τόσο εκτεταμένες μειώσεις φόρων», υπογράμμισε εξειδικεύοντας αμέσως μετά: «Η μείωση στο φόρο των επιχειρήσεων έχει δημιουργήσει ένα πάρα πολύ σημαντικό κύμα επενδύσεων, το οποίο αντανακλαστικά δημιουργεί και καινούριες και καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας. Δημιουργούμε μια μεγαλύτερη ζήτηση στην αγορά, η οποία στην πραγματικότητα αυξάνει και τη συναλλακτική κίνηση, και εν τέλει και τα έσοδα. Πρέπει όμως να είμαστε πάρα πολύ προσεκτικοί, δεν πρέπει να διακινδυνεύσουμε τη δημοσιονομική ισορροπία», επανέλαβε και πρόσθεσε: «Χάρη στο γεγονός ότι έχουμε αποκτήσει αξιοπιστία, είναι δυνατόν αυτή τη στιγμή να μπορούμε να στεκόμαστε όρθιοι, να αυξάνουμε το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα, να αυξάνονται οι καταθέσεις των νοικοκυριών, 43 δισ. ευρώ αύξηση καταθέσεων».
Αναφέρθηκε όμως και σε άλλα μέτρα που πήρε η κυβέρνηση: «Αυτή τη στιγμή έχουμε διευρύνει την περίμετρο εκείνων οι οποίοι δικαιούνται το κοινωνικό τιμολόγιο της ΔΕΗ, έχει υπάρξει ενίσχυση του επιδόματος θέρμανσης που έχει υπερδιπλασιασθεί», με δυο λόγια «σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες έχουν γίνει πολύ περισσότερα στην Ελλάδα, και το λέω με συγκεκριμένα στοιχεία», ανέφερε επίσης επισημαίνοντας ότι καμία χώρα δεν κατάφερε πλήρη αναπλήρωση». Και στο «δια ταύτα», «στο μέτρο που μας επιτρέπουν τα δημοσιονομικά μας, θα σταθούμε δίπλα στους πολίτες όσο αυτό είναι δυνατόν».
Απαντώντας στα αιτήματα για περαιτέρω μείωση φόρων, υπενθύμισε ότι έχει υπάρξει μια στοχευμένη μείωση του ΦΠΑ στα αγροτοκτηνοτροφικά (ζωοτροφές και λιπάσματα), εξάλλου «τέτοιου τύπου οριζόντιες μειώσεις δεν είναι δυνατές αυτήν τη στιγμή, θα υπάρξουν όμως στοχευμένες ενισχύσεις για εκείνους που έχουν πραγματική ανάγκη», διαβεβαίωσε. Και στο αίτημα είτε για μείωση του ΦΠΑ στα βασικά προϊόντα, είτε για μείωση του ειδικού φόρου ή του ΦΠΑ στα καύσιμα, ο Γ. Γεραπετρίτης απάντησε ως εξής: «Το φαινόμενο είναι δυναμικό, σε αυτήν τη φάση δεν βρίσκεται στην άμεση στόχευση, θα αξιολογούνται κάθε φορά τα επίκαιρα δεδομένα για να ενισχυθεί ο καταναλωτής».
Στο θέμα Φουρθιώτη, τέλος, ο υπουργός ήταν κατηγορηματικός: «το συγκεκριμένο κύριο δεν τον έχω συναντήσει ποτέ στη ζωή μου, δεν τον γνωρίζω ούτε κατ’ όψιν και κατά τούτο δεν έχω καμία σχέση ή οικειότητα. Αντιθέτως όταν εκείνος προέβη σε απαξιωτικές δηλώσεις, εγώ υπέβαλα μήνυση». Και συνέχισε θυμίζοντας τις ενέργειες κρατικών οργάνων, όπως του ΣΕΠΕ, της Αρχής Διαφάνειας αλλά και της Εισαγγελίας. Συνεπώς, συμπέρανε, «όχι μόνο δεν έχει υπάρξει συναλλαγή, που υπαινίσσονται από την αξιωματική αντιπολίτευση, αλλά το αντίθετο απαντήθηκαν αρνητικά όλα τα αιτήματα». Στον αντίποδα, «η αξιωματική αντιπολίτευση για λόγους πολιτικού καιροσκοπισμού αγκαλιάζει πολιτικά το συγκεκριμένο κύριο».
Και, περαιτέρω, «δεν υπήρξε καμία συζήτηση ενόσω ήταν υπόδικος, όταν προέκυψαν τα ζητήματα διεκόπη οποιαδήποτε επικοινωνία και διαβιβάστηκαν τα στοιχεία προς έλεγχο και στην Εισαγγελία». Στο ζήτημα δε, της φύλαξης του Μ. Φουρθιώτη από την αστυνομία, ο υπουργός Επικρατείας εξήγησε πως κάθε τέτοιο αίτημα δεν αξιολογείται από την κυβέρνηση αλλά από μια ειδική επιτροπή ευάλωτων στόχων, της αστυνομίας.
Και, κλείνοντας με το αμιγώς πολιτικό σκέλος, ο Γ. Γεραπετρίτης έκανε λόγο για «πολύ γρήγορα αντανακλαστικά» τα οποία και «οδήγησαν στο σημερινό φαινόμενο, ο κ. Φουρθιώτης να στρέφεται εναντίον της κυβέρνησης, εναντίον εμού και άλλων υπουργών, ακριβώς επειδή δεν ικανοποιούνταν τα αιτήματά του. Αντιστρόφως έχει γίνει μια πολιτική υιοθεσία από την αντιπολίτευση», κατέληξε.