Του Απόστολου Μιντζέλα, Supervising Senior Manager, Συμβουλευτικό Τμήμα, KPMG
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) ανακοίνωσε πρόσφατα τα ευρήματα που προέκυψαν από τον έλεγχο TRIM (Targeted Review of Internal Models) σχετικά με την επικύρωση των μοντέλων διαχείρισης κινδύνων των Τραπεζών. Παράλληλα, η ΕΚΤ ανακοίνωσε την εποπτική υποχρέωση για την ετήσια επικύρωση των μοντέλων και την αναφορά των αποτελεσμάτων. Τα προαναφερθέντα καθιστούν σαφή την ολοένα και μεγαλύτερη εποπτική προσοχή στο πλαίσιο επικύρωσης μοντέλων που υιοθετούν τα πιστωτικά ιδρύματα.
Το πλαίσιο επικύρωσης μοντέλων περιλαμβάνει όλες εκείνες τις διαδικασίες και τις ενέργειες που εξασφαλίζουν ότι κάθε μοντέλο λειτουργεί σύμφωνα με την περιγραφή του και εξυπηρετεί απόλυτα τον σκοπό για τον οποίο αναπτύχθηκε. Γίνεται λοιπόν εύκολα αντιληπτός ο κεντρικός ρόλος που έχει η διαδικασία επικύρωσης μοντέλων στη διαχείριση ρίσκου και η οποία εδράζεται στη χρήση των μοντέλων και των αποτελεσμάτων αυτών.
Τα τελευταία χρόνια, αυξάνονται με ταχείς ρυθμούς οι εποπτικές απαιτήσεις σε σχέση με τη διαδικασία επικύρωσης μοντέλων. Τον Νοέμβριο του 2018 και τον Ιούνιο του 2019, η ΕΚΤ αναθεώρησε τις οδηγίες για τα εσωτερικά μοντέλα (internal models), θέτοντας μία σειρά απαιτήσεων στο γενικό πλαίσιο καθώς και σε επιμέρους ενότητες (συγκεκριμένου κινδύνου) του πλαισίου επικύρωσης μοντέλων. H τρίτη ενημέρωση της ΕΚΤ που δημοσιεύτηκε τον Νοέμβριο του 2019, περιλαμβάνει τα ευρήματα από τους επιτόπιους ελέγχους (on-site inspections) που διενεργήθηκαν στο πλαίσιο του TRIM και εστιάζουν στο ζήτημα του πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου (Counterparty Credit Risk – CCR). Η διαδικασία επικύρωσης των εν λόγω μοντέλων όχι μόνο ανέδειξε τα περισσότερα αλλά και τα σημαντικότερα ευρήματα. Συγκεκριμένα, οι αναφορές TRIM έδειξαν αδυναμίες τόσο στον σκοπό όσο και στο βάθος αυτών των επικυρώσεων. Επίσης, διαπιστώθηκαν αδυναμίες σε σχέση με τον εκ των υστέρων δοκιμαστικό έλεγχο (back-testing), τον χρονικό ορίζοντα χρήσης των ελέγχων, την έλλειψη ορίων, δεικτών κινδύνου καθώς και την παρακολούθηση των αναγκαίων διορθώσεων ως απάντηση στα ευρήματα της επικύρωσης.
Με βάση τα ανωτέρω ευρήματα, προτείνεται τα πιστωτικά ιδρύματα να λάβουν σοβαρά υπόψιν τους τις αναθεωρημένες οδηγίες της ΕΚΤ σχετικά με τον πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου. Όσον αφορά την επικύρωση μοντέλων, οι αναθεωρημένες κατευθύνσεις περιλαμβάνουν τις παρακάτω βελτιώσεις:
- Η επικύρωση μοντέλων θα πρέπει να πραγματοποιείται από μονάδα που είναι ανεξάρτητη από τη μονάδα ανάπτυξης μοντέλων (παράγραφος 59, κεφάλαιο CCR).
- Η άσκηση back-testing οφείλει να πραγματοποιείται τόσο σε πραγματικά όσο και σε υποθετικά χαρτοφυλάκια (παράγραφος 62, κεφάλαιο CCR).
- Η μονάδα επικύρωσης μοντέλων έχει τη δυνατότητα να κάνει χρήση δικών της δεικτών για την άσκηση back-testing, με την προϋπόθεση ότι θα τους αναφέρει και θα τους τεκμηριώνει επαρκώς (παράγραφος 64, κεφάλαιο CCR).
Τα παραπάνω αποτελούν βασικό υποσύνολο των βελτιώσεων των εποπτικών απαιτήσεων. Επιπλέον, αναθεωρημένες εποπτικές απαιτήσεις που πρέπει να ληφθούν υπόψιν (στη βάση των καλών πρακτικών) είναι:
- Η δημιουργία μιας καθαρής εικόνας σε σχέση με τα ευρήματα, τα προβλήματα και τις αδυναμίες του μοντέλου, όπως αυτά διαπιστώθηκαν κατά την επικύρωσή του (παράγραφος 59, κεφάλαιο CCR).
- Η χρήση διαφόρων ειδών ανάλυσης κατά την επικύρωση των βασικών υποθέσεων του μοντέλου (παράγραφος 60, κεφάλαιο CCR).
- Η πραγματοποίηση και η αναφορά της άσκησης back-testing μία φορά τον χρόνο τουλάχιστον (παράγραφος 61, κεφάλαιο CCR).
- Η άσκηση back-testing σε επίπεδο συναλλαγής να περιλαμβάνεται ως απαιτούμενη στο πλαίσιο επικύρωσης των μοντέλων (παράγραφος 63, κεφάλαιο CCR).
- Η υιοθέτηση της άσκησης στατιστικού back-testing, στην περίπτωση που το δείγμα περιέχει εκτιμήσεις σε αλληλεπικαλυπτόμενες χρονικές περιόδους (παράγραφος 65, κεφάλαιο CCR).
- Ο εμπλουτισμός του χαρτοφυλακίου κατά την άσκηση back-testing, στην περίπτωση που η σύνθεση του χαρτοφυλακίου έχει μεταβληθεί κατά την περίοδο που πραγματοποιείται η άσκηση (παράγραφος 67, κεφάλαιο CCR).
Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω καθώς και την αυξανόμενη εξάρτηση των τραπεζών σε μοντέλα για τη λήψη αποφάσεων, καθίσταται κρίσιμο για τις τράπεζες να δημιουργήσουν ένα ισχυρό πλαίσιο επικύρωσης μοντέλων που θα τις προστατεύει από τις συνέπειες τυχόν παραπλανητικών αποτελεσμάτων. Βάσει, λοιπόν, των αναθεωρημένων οδηγιών της ΕΚΤ καθώς και των ευρημάτων του ελέγχου TRIM σχετικά με τον πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου, θεωρούμε ότι οι τράπεζες θα πρέπει να υιοθετήσουν (αν δεν το έχουν κάνει ήδη) τα παρακάτω σε σχέση με τις διαδικασίες επικύρωσης:
- Ισχυρό πλαίσιο επικύρωσης: Ένα ισχυρό πλαίσιο διαχείρισης κινδύνων του μοντέλου θα πρέπει να καθορίζει βασικές πολιτικές, διαδικασίες, ρόλους και ευθύνες που καλύπτουν τις διαδικασίες επικύρωσης μοντέλων.
- Λεπτομερής πολιτική επικύρωσης σε επίπεδο ομίλου: Οι πολιτικές σε επίπεδο ομίλου θα πρέπει να αντικατοπτρίζουν τις απαραίτητες παραλλαγές και εξαιρέσεις που προκύπτουν από διαφορετικές δραστηριότητες και θυγατρικές.
- Ισχυρό πλαίσιο ασκήσεων back-testing: Είναι ζωτικής σημασίας να δημιουργηθεί ένα ισχυρό πλαίσιο ασκήσεων back-testing προκειμένου να προσδιοριστεί η ικανότητα του μοντέλου να υπολογίσει την έκθεση σε κίνδυνο. Για παράδειγμα, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, τα μοντέλα CCR χαρακτηρίζονται από πολυπλοκότητά και απαιτούν ιδιαίτερη προσπάθεια για τον καθορισμό μίας αξιόπιστης άσκησης back-testing.
- Ανεξάρτητη επικύρωση μοντέλων: Τα άτομα που εκτελούν την επικύρωση των μοντέλων πρέπει να είναι σε θέση να πραγματοποιούν αποτελεσματικές και αμερόληπτες αξιολογήσεις (δηλαδή να αποδεικνύουν την ανεξαρτησία των δραστηριοτήτων επικύρωσης μοντέλου από αυτές που αναπτύσσουν τα μοντέλα). Οι οδηγίες της ΕΚΤ καθορίζουν επίσης τις προσδοκίες για την επικύρωση μοντέλων τρίτων.
- Τακτή επικύρωση μοντέλου: Όπως αναφέρθηκε, ο επαναληπτικός έλεγχος των αναμενόμενων και πραγματικών αποτελεσμάτων των μοντέλων θα πρέπει να πραγματοποιείται τουλάχιστον μία φορά το χρόνο. Ωστόσο, η συχνότητα επικύρωσης του μοντέλου μπορεί να διαφέρει ανάλογα με τη φύση και την πολυπλοκότητά του.
- Αρχική και περιοδική επικύρωση: Η επικύρωση μοντέλου δεν πρέπει να πραγματοποιείται μόνο πριν από την επίσημη χρήση ενός μοντέλου, αλλά και περιοδικά κατά τη χρήση του καθώς και όποτε τροποποιείται ή βελτιώνεται.
- Αναφορά αποτελεσμάτων επικύρωσης: Για να είναι αποτελεσματική η επικύρωση των μοντέλων θα πρέπει τα αποτελέσματα και οι αξιολογήσεις να αναφέρονται στους κατάλληλους εσωτερικούς φορείς και να γίνονται δεκτές.
- Παρακολούθηση ζητημάτων επικύρωσης: Οι αδυναμίες των μοντέλων που εντοπίστηκαν κατά την επικύρωσή τους, θα πρέπει να τεκμηριώνονται κατάλληλα και να παρακολουθείται η εξέλιξη τους έως την επίλυση, διασφαλίζοντας ότι οι ενέργειες βελτίωσης εκτελούνται εγκαίρως.
Επιπλέον, οι εποπτικές προτεραιότητες της ΕΚΤ για το 2020, που περιλαμβάνουν προσεχείς δραστηριότητες σε σχέση με το πρόγραμμα “European Banking Authority’s IRB repair”, υποδεικνύουν ότι η εποπτική εστίαση στην επάρκεια των εσωτερικών μοντέλων θα συνεχίσει να κερδίζει έδαφος και φέτος. Η ανωτέρω δημοσίευση πραγματοποιήθηκε πολύ νωρίτερα από την πανδημία του COVID-19, οπότε αναμένουμε να υπάρξουν αλλαγές στις προτεραιότητες της ΕΚΤ. Επομένως, είναι απαραίτητο για τις τράπεζες να εφαρμόσουν ισχυρά προγράμματα διαχείρισης κινδύνων των μοντέλων, συμπεριλαμβανομένης της δημιουργίας ισχυρών πλαισίων επικύρωσης μοντέλων που μπορούν να καθορίσουν επαρκώς την καταλληλόλητά τους για συγκεκριμένο σκοπό.
Συνοψίζοντας, γίνεται εμφανές ότι οι εποπτικές απαιτήσεις σχετικά με τη διαχείριση κινδύνων των μοντέλων ολοένα και αυξάνονται καθιστώντας τη μονάδα επικύρωσης μοντέλων ως το κρίσιμο σημείο αναφοράς για την αξιολόγηση της καταλληλόλητας και της επάρκειας των εσωτερικών μοντέλων ώστε να επιτελέσουν τον σκοπό της ανάπτυξής τους. Επιπροσθέτως, βαδίζοντας σε μία ταχέως μεταβαλλόμενη και με υψηλή αβεβαιότητα αγορά που επιζητά ολοένα και περισσότερα ποσοτικά στοιχεία καθώς και ποσοτικές απαντήσεις, γίνεται αντιληπτό ότι η χρήση ποσοτικών μοντέλων είναι πιο επίκαιρη από ποτέ.
Επομένως, τόσο για τα ελληνικά όσο και για τα ευρωπαϊκά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, οι αξιόπιστες διαδικασίες επικύρωσης μοντέλων μέσω της υιοθέτησης και υλοποίησης των προαναφερθέντων καλών πρακτικών θα έχει ως αποτέλεσμα τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα όχι μόνο να είναι ευθυγραμμισμένα με τις εποπτικές απαιτήσεις αλλά και να παίρνουν τις κατάλληλες αποφάσεις αξιολογώντας ικανοποιητικά τους κινδύνους. Αυτό θα μειώσει τελικά τις απώλειές τους, συμβάλλοντας στην περαιτέρω ανάκαμψη του τραπεζικού κλάδου.