Του Κωνσταντίνου Λευκαδίτη, Senior Manager, Συμβουλευτικό Τμήμα, KPMG
Η πανδημία του COVID-19 φέρνει τις ευρωπαϊκές τράπεζες και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα στο επίκεντρο μιας ταχέως μεταβαλλόμενης κρίσης.
Αρχικά, μεγάλη πρόκληση για τα πιστωτικά ιδρύματα αποτέλεσε η διαχείριση της ρευστότητάς τους, ως απόρροια των περιορισμών μετακίνησης. Εξαιτίας αυτού του συμβάντος, μειώθηκαν τα έσοδα των επιχειρήσεων, υπήρξε καθίζηση στην παροχή πιστωτικών διευκολύνσεων και χαλάρωση των υποχρεώσεων πληρωμών σε ιδιώτες και επιχειρήσεις μέσω κρατικής παρέμβασης. Ωστόσο, καθώς η κρίση συνεχίζεται, τα πιστωτικά ιδρύματα και οι εποπτικές αρχές στρέφουν την προσοχή τους στην πιστωτική ποιότητα των πελατών τους (credit quality) καθώς και στις απομειώσεις των δανειακών τους χαρτοφυλακίων.
Αυτό σημαίνει ότι η επόμενη προτεραιότητα για τα πιστωτικά ιδρύματα είναι ο περιορισμός των προκυκλικών επιπτώσεων της κρίσης και η αποφυγή σοβαρών επιπτώσεων για την πραγματική οικονομία. Οι δευτερογενείς επιπτώσεις στις κεφαλαιακές απαιτήσεις για τον πιστωτικό κίνδυνο γίνονται ήδη αισθητές, απειλώντας να εμποδίσουν την ανάκαμψη του τραπεζικού κλάδου και να μειώσουν τη δυνατότητα/ διαθεσιμότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων για περαιτέρω χρηματοδοτήσεις. Με βάση τους ισχύοντες κανόνες και κανονισμούς, η κρίση αναμένεται να δημιουργήσει για τις Ευρωπαϊκές Τράπεζες σημαντική αύξηση των σταθμισμένων στοιχείων του ενεργητικού τους για τον πιστωτικό κίνδυνο (Risk Weighted Assets -RWAs), καθώς και του ποσού της απομείωσης/ πρόβλεψης, σύμφωνα με το πλαίσιο του ΔΠΧΑ 9, κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους ξεκινώντας από το δεύτερο τρίμηνο του 2020. Σύμφωνα με τα πρώτα διαθέσιμα στοιχεία, οι αμερικανικές τράπεζες ανέφεραν ρεκόρ υψηλών προβλέψεων σύμφωνα με τα US GAAP, το πρώτο τρίμηνο του 2020.
Τα καλά νέα είναι ότι οι εποπτικές και οι ρυθμιστικές αρχές λαμβάνουν ήδη μια σειρά μέτρων και ενεργειών για να παρέχουν πρόσθετες οδηγίες για τη διαχείριση των επιπτώσεων από την προκυκλικότητα στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και την ευρύτερη οικονομία. Αυτό αναμένεται να στηρίξει το σύστημα, αλλά υπάρχουν πολλές ενέργειες που πρέπει ακόμη να γίνουν.
Εποπτικές, κανονιστικές και κυβερνητικές δράσεις για τον περιορισμό της προκυκλικότητας στην Ευρώπη
Πρόσφατα είδαμε από την πλευρά της εποπτείας, ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) έχει παραχωρήσει κάποια ευελιξία όσον αφορά στην εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών της σχετικά με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, σχετικά με αυτά που καλύπτονται από εγγυήσεις του δημοσίου. ‘Έχει ακόμη χαλαρώσει τα κριτήρια για τον χαρακτηρισμό ενός ανοίγματος ως «Άνοιγμα Αμφιβόλου Εισπραξιμότητας» (Unlikely To Pay – UTP), για τα ανοίγματα των οποίων οι πιστούχοι επηρεάζονται από τη νόσο COVID-19. Επίσης, έχει εκδώσει οδηγίες για τη μείωση της ενδεχόμενης υψηλής μεταβλητότητας στα εποπτικά κεφάλαια και τις οικονομικές καταστάσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων που απορρέουν από την εφαρμογή του ΔΠΧΑ 9 μέσα σε ένα περιβάλλον ιδιαίτερα μεγάλης αβεβαιότητας. Τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν πλήρως τα διάφορα αποθέματα κεφαλαίου τους και να λειτουργούν πολύ κάτω από τα επίπεδα που απαιτούσε και ανάμενε η ΕΚΤ.
Από την πλευρά της, η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ) έχει αποσαφηνίσει τους ορισμούς της αθέτησης υποχρεώσεων των πιστούχων (ιδιωτών και επιχειρήσεων) που σχετίζονται με το μορατόριουμ (moratorium) πληρωμών και έχει δώσει μεγαλύτερη ευελιξία στην εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών της σχετικά με τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων και των αναβαλλόμενων ανοιγμάτων. Επίσης, η ΕΑΤ σημειώνει ότι τα πιστωτικά ιδρύματα αναμένεται να χρησιμοποιήσουν ως ένα ορισμένο βαθμό την κρίση τους, κατά την εφαρμογή των αρχών του ΔΠΧΑ 9, διαχωρίζοντας αυτούς τους δανειολήπτες, οι οποίοι δεν θα αποκαταστήσουν την πιστοληπτική τους ικανότητα έγκαιρα, έναντι εκείνων των οποίων η πιστοληπτική ικανότητα δεν θα επηρεαστεί σημαντικά από την τρέχουσα κατάσταση, σε βάθος χρόνου. Επίσης, τόνισε τη σημασία της επαρκούς μέτρησης του πιστωτικού κινδύνου, δίνοντας προτεραιότητα στην εξατομικευμένη αξιολόγηση της πιθανότητας αθέτησης του πιστούχου.
Προκυκλικότητα, Πιστωτικός Κίνδυνος και Κεφάλαια - Η προοπτική του κλάδου
Διαδικασίες και Συστήματα Πιστωτικού Κινδύνου
Η διαχείριση των επιπτώσεων της κρίσης στον πιστωτικό κίνδυνο και στα επίπεδα των κεφαλαίων τους αποτελεί πλέον βασική προτεραιότητα για κάθε πιστωτικό ίδρυμα. Ωστόσο, η επίτευξη αυτού του στόχου εξαρτάται από την ικανότητα κάθε ιδρύματος να κρίνει τον πιθανό αντίκτυπο της νόσου COVID-19 για τα επόμενα τρίμηνα, ίσως ακόμη και για αρκετά χρόνια και να ενεργήσει ανάλογα.
Το πρώτο και το πιο προφανές βήμα είναι η ανάλυση των δανειακών τους χαρτοφυλακίων, και ο προσδιορισμός των τομέων και των εταιριών που έχουν μεγάλη πιθανότατα να είναι βιώσιμες. Θεωρείται δεδομένο ότι κατά τον υπολογισμό των απομειώσεων των δανειακών τους χαρτοφυλακίων, οι τράπεζες πρέπει να συμμορφώνονται με τα λογιστικά πρότυπα, τα οποία δεν έχουν αλλάξει. Όμως, λαμβάνοντας υπόψη τις πρόσθετες οδηγίες που δημοσιεύθηκαν από τις εποπτικές και ρυθμιστικές αρχές, αναμένεται ότι οι απομειώσεις των δανειακών τους χαρτοφυλακίων, στο πλαίσιο της κρίσης της νόσου COVID-19, να είναι χαμηλότερες από ό, τι θα ήταν χωρίς τις σχετικές εποπτικές οδηγίες.
Επίσης, η ανάλυση των χαρτοφυλακίων τους, θα πρέπει να επιτρέπει στα πιστωτικά ιδρύματα να προσδιορίζουν ποιοι οφειλέτες πληρούν τις προϋποθέσεις για την ένταξή τους στα νέα μέτρα αναστολής πληρωμής κεφαλαίου ή/και τόκων. Οι πρόσφατες κατευθυντήριες γραμμές της EAT σχετικά με το μορατόριουμ έγιναν αποδεκτές θετικά από τον τραπεζικό κλάδο. Παραμένει όμως δύσκολο να ανευρεθεί μία κοινή προσέγγιση/πρόγραμμα που θα εφαρμοστεί κοινά από όλα τα τραπεζικά ιδρύματα εντός των διαφόρων ευρωπαϊκών χωρών. Επιπλέον, η περίοδος αναστολής παραμένει ως ένα σημείο ασαφής και επομένως περισσότερη σαφήνεια από την πλευρά των εποπτικών αρχών θα βοηθούσε τα πιστωτικά ιδρύματα στην προσέγγισή τους.
Επιπροσθέτως, τα πιστωτικά ιδρύματα θα πρέπει να εξετάσουν πώς μπορεί να επηρεάσει η εν λόγω κρίση τα συστήματα παρακολούθησης του πιστωτικού κινδύνου και ποιες βελτιώσεις πρέπει σε αυτά. Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα εσωτερικά πλαίσια διαχείρισης κινδύνων των τραπεζών έχουν αναπροσαρμοστεί ή αναμένεται να προσαρμοστούν σύντομα ώστε να διασφαλίζουν την ουδετερότητα/ αντικειμενικότητα στην αξιολόγηση των υποβαθμίσεων των πελατών τους από τους αναλυτές και ταυτόχρονα να βοηθούν τον αναλυτή να εντοπίζει τους πελάτες με τη μεγαλύτερη ανάγκη για επαναξιολόγηση.
Όσον αφορά στην παρακολούθηση των πιστωτικών διαβαθμίσεων, οι μονάδες διαχείρισης πιστωτικού κινδύνου φαίνεται να επικεντρώνονται σε τρεις βασικές δράσεις:
- Προσδιορισμό των πιο κατάλληλων δεικτών για παρακολούθηση.
- Καθορισμό των δεικτών των οποίων οι αλλαγές προκαλούν ανάγκη υποβάθμισης.
- Απόφαση πότε πρέπει να εφαρμοστεί μία υποβάθμιση.
Τα πιστωτικά ιδρύματα φαίνεται να γνωρίζουν ότι εξακολουθούν να ισχύουν οι απαιτήσεις της CRR (Regulation (EU) 575/2013). Έχουν επίγνωση των απαιτήσεων των εποπτικών αρχών ότι πρέπει να συνεχίσουν διενεργούν κατάλληλες αξιολογήσεις και εκτιμήσεις των κινδύνων για τους οφειλέτες και τα ανοίγματα. Επίσης πρέπει να προσαρμόσουν τις εκτιμήσεις κινδύνου σε διαφορετικές καταστάσεις, για παράδειγμα διαχωρίζοντας τους πελάτες που υποβάλλουν αίτηση αναστολής πληρωμής των οφειλών τους από εκείνους που ζητούν κρατικές εγγυήσεις.
Τελευταίο αλλά όχι και λιγότερο σημαντικό, είναι τα πιστωτικά ιδρύματα να επικεντρώνονται στην ποιότητα των δεδομένων τους και στα συστήματα πληροφορικής τους. Παρόλο που η ίδια η διαχείριση δεδομένων δεν αποτελεί αντικυκλικό μέτρο καθαυτό, θα πρέπει τα πιστωτικά ιδρύματα να διασφαλίσουν ότι οι αναλύσεις των δανειακών τους χαρτοφυλακίων είναι αξιόπιστες και ουσιαστικές.
Οι ενδείξεις για το πώς θα επηρεάσει η κρίση τα χαρτοφυλάκια προέρχονται όχι μόνο από την παρακολούθηση των πιστοδοτήσεων, αλλά και από τα εσωτερικά μοντέλα πιστωτικού κινδύνου των τραπεζών. Και εδώ η κατάσταση εξελίσσεται ραγδαία, με πολλές τράπεζες να προσαρμόζουν ενεργά την προσέγγισή τους.
Οι εποπτικοί κανονισμοί απαιτούν την εκτίμηση των παραμέτρων κινδύνου με τη χρήση δεδομένων από έναν ολόκληρο τον οικονομικό κύκλο, αλλά οι τράπεζες μπορούν να προβούν στην προσαρμογή των μοντέλων τους με κάποια σχετική ευελιξία. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, εάν τα μοντέλα καταφέρουν να εξισορροπήσουν τις υποβαθμισμένες περιπτώσεις με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της τρέχουσας κατάστασης. Πολλές ευρωπαϊκές τράπεζες επανεξετάζουν ενεργά τους μακροπρόθεσμους υπολογισμούς των πιθανοτήτων αθετήσεων (PDs) και αναπροσαρμόζουν τους κυκλικούς τους συσχετισμούς.
Οι τράπεζες που χρησιμοποιούν μοντέλα με την μέθοδο των εσωτερικών διαβαθμίσεων (internal rating models) θα αντιμετωπίσουν προκλήσεις για να διασφαλίσουν τη διακριτική/ διαχωριστική ικανότητα των μοντέλων αξιολόγησης, λαμβάνοντας υπόψη τις τρέχουσες ιδιαίτερες οικονομικές συνθήκες, οι οποίες δεν αντικατοπτρίζονται στις ιστορικές χρονοσειρές. Κατά την αναπροσαρμογή και την επικύρωση των μοντέλων θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά η σημαντική αλλαγή στα δεδομένα αξιολόγησης ειδικά όσον αφορά στις περιπτώσεις «παράκαμψης» της υπολογιζόμενης βαθμολογίας (overrides). Επίσης, όλα τα παραπάνω αναμένεται να επηρεάσουν τις εσωτερικές πολιτικές και διαδικασίες των πιστωτικών ιδρυμάτων.
Αναφορικά με την κεφαλαιακή μεταχείριση των δανείων με κρατική εγγύηση, η Επιτροπή της Βασιλείας έχει ήδη ορίσει ότι πρέπει να εφαρμοστούν οι σχετικοί κρατικοί συντελεστές στάθμισης κινδύνου. Ωστόσο, η πιθανότητα ορισμένων κρατικών εγγυήσεων να μην αναγνωρίζονται ως μέτρα μείωσης του πιστωτικού κινδύνου (σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013), θα μπορούσε να σημαίνει ότι οι σχετικοί συντελεστές στάθμισης δεν θα είναι αρκετοί για να αποτρέψουν την αύξηση των RWAs για τον πιστωτικό κίνδυνο. Η πληροφορία που έχουμε είναι ότι κάποιες χώρες έχουν προχωρήσει σε κάποιες σχετικές ενέργειες, αλλά το θέμα αυτό απαιτεί προσεκτική αντιμετώπιση από τα πιστωτικά ιδρύματα και κυρίως από αυτά που εκτελούν ενοποιήσεις σε επίπεδο ομίλου με παρουσία σε πολλές χώρες.
Συμπέρασμα: Είμαστε ακόμα στις πρώτες μέρες
Συνοψίζοντας, αναφέρουμε ότι τα θεσμικά και εποπτικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης γνωρίζουν πολύ καλά τη ζημία που μπορεί να προκαλέσει η προκυκλικότητα στην δυνατότητα διάθεσης νέων πιστώσεων αλλά και σε ολόκληρη την οικονομία. Για τον λόγο αυτό, φαίνεται ότι οι κυβερνήσεις και οι εποπτικές αρχές αναλαμβάνουν ήδη μέτρα για τον περιορισμό αυτών των κινδύνων. Ακόμα όμως κι έτσι, τα ευρωπαϊκά πιστωτικά ιδρύματα και ανάμεσα σε αυτά και οι ελληνικές τράπεζες εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν μια μεγάλη πρόκληση που αφορά την εφαρμογή αυτών των αλλαγών. Οφείλουν και πρέπει να κάνουν άμεσα την εκτίμηση των επιπτώσεων σε μέσο-μακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Επισημαίνουμε ότι αυτές οι υποθέσεις είναι βασικές για τη λήψη των σωστών πιστωτικών αποφάσεων σήμερα και για την κατάλληλη ανάπτυξη συστημάτων πιστοληπτικών διαβαθμίσεων τους επόμενους μήνες. Αυτές είναι ενέργειες που πρέπει να υλοποιηθούν άμεσα από τις Μονάδες Διαχείρισης Κινδύνων, τους Chief Risk Officers και τα υπόλοιπα εμπλεκόμενα τμήματα των πιστωτικών ιδρυμάτων τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό.