Τον επόμενο δύσκολο αντίπαλο για νοικοκυριά, επιχειρήσεις και οικονομία αποτελούν οι πληθωριστικές πιέσεις. «Το εάν θα αποδειχθούν παροδικές ή θα εξελιχθούν σε ένα πιο μόνιμο φαινόμενο, είναι το ερώτημα που απασχολεί σήμερα, όχι μόνο τους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις, αλλά και τις κυβερνήσεις και τις κεντρικές τράπεζες» αναφέρει μιλώντας το ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Παναγιώτης Παπάζογλου, διευθύνων σύμβουλος, EY Ελλάδος.
Προσθέτει επίσης, ότι η εκτίναξη των τιμών της ενέργειας πυροδοτήθηκε κυρίως από συγκυριακούς παράγοντες σε παγκόσμιο επίπεδο, τόσο από την πλευρά της προσφοράς, όσο και της ζήτησης. Στις πιέσεις αυτές προστέθηκαν οι διαταραχές στις εφοδιαστικές αλυσίδες που δημιούργησε η πανδημία, δημιουργώντας, έτσι, την "τέλεια καταιγίδα".
«Με βάση αυτήν τη θεώρηση, μπορούμε να αισιοδοξούμε ότι το φαινόμενο θα αποκλιμακωθεί» επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Παπάζογλου και διευκρινίζει ότι «δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η αγορά ενέργειας θα παραμείνει εξαιρετικά ρευστή για όσο διάστημα οι κυβερνήσεις σε όλον τον κόσμο δεν υιοθετούν πιο δραστικά και φιλόδοξα μέτρα στην κατεύθυνση της πράσινης ενέργειας και των ανανεώσιμων πηγών. Συνεπώς, στο ερώτημα πότε θα εξομαλυνθεί η κατάσταση, φοβούμαι ότι δεν υπάρχει εύκολη απάντηση. Και είναι ένα ερώτημα που πρέπει να μας απασχολεί έντονα σαν χώρα, καθώς, αν οι πληθωριστικές πιέσεις παραμείνουν, η ΕΚΤ θα αναγκασθεί, αργά ή γρήγορα να αυξήσει τα επιτόκια, με άμεσο αντίκτυπο στο κόστος δανεισμού της χώρας». Ο κ. Παπάζογλου εκτιμά ότι το Ταμείο Ανάκαμψης δίνει και εδώ μια λύση αλλά θα πρέπει να κινηθούμε γρηγορότερα και πιο τολμηρά στον δρόμο της πράσινης μετάβασης. Η τελευταία έκδοση του παγκόσμιου δείκτη της EY για την ελκυστικότητα των ΑΠΕ, εξάλλου, επιβεβαίωσε τις δυνατότητες της Ελλάδας σε αυτόν τον τομέα και αισιοδοξώ ότι στους επόμενους μήνες θα δούμε περαιτέρω βελτίωση.
Ανατιμήσεις και νέες αγοραστικές συνήθειες
Πώς διαμορφώνει όμως τις νέες αγοραστικές συνήθειες μετά την πανδημία το κύμα ανατιμήσεων στα βασικά καταναλωτικά είδη με το οποίο βρίσκονται αντιμέτωποι οι καταναλωτές; Όπως εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Παπάζογλου, η μεγάλη έρευνα που είχε παρουσιάσει η EY τον Μάιο του περασμένου έτους, Future Consumer Index Ελλάδα 2021, είχε ήδη αποκαλύψει ότι 60% των Ελλήνων καταναλωτών ξοδεύουν λιγότερα σε προϊόντα που δεν είναι πρώτης ανάγκης, με το 43% να αγοράζουν μόνον τα απαραίτητα. Συγχρόνως, δυο στους τρεις καταναλωτές (67%) μας είχαν πει ότι η τιμή ήταν πλέον πιο σημαντικό κριτήριο σε σχέση με πριν την πανδημία, ενώ σχεδόν 8 στους 10 εκτιμούσαν ότι θα παραμείνει το σημαντικότερο κριτήριο και τα επόμενα τρία χρόνια. Σύμφωνα με την ίδια έρευνα, ωστόσο, μετά την τυπολογία των καταναλωτών που προσπαθούν να τα «βγάλουν πέρα», κάνοντας συνετή οικονομική διαχείριση (Affordability first), σημαντικά μερίδια των καταναλωτών έδιναν προτεραιότητα στην υγεία, στον πλανήτη, στις εμπειρίες και στην κοινωνία. Η όγδοη έκδοση της παγκόσμιας έρευνας που παρουσιάστηκε τον Νοέμβριο, έδειξε ότι οι καταναλωτές σε ολόκληρο τον κόσμο εξακολουθούσαν να ξοδεύουν λιγότερο για ό,τι αντιλαμβάνονται ως μη απαραίτητο αγαθό για οικονομικούς, αλλά και για περιβαλλοντικούς λόγους, ενώ η τυπολογία που προτάσσει πρώτα το συμφέρον του πλανήτη, είχε περάσει στην πρώτη θέση.
Σήμερα, με τη ραγδαία αύξηση των τιμών, πολλοί καταναλωτές αναγκάζονται να περιορίσουν τις δαπάνες ακόμη και σε είδη πρώτης ανάγκης, πράγμα που αλλάζει πάλι τα δεδομένα. «Πιστεύω ότι η φετινή μας έρευνα για την Ελλάδα, που αναμένεται τους επόμενους μήνες, θα αναδείξει και πάλι την τιμή και την προσιτότητα των προϊόντων ως το κυρίαρχο κριτήριο, με τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της πανδημίας να έχουν αρχίσει σταδιακά να αποκρυσταλλώνονται. Αυτό είναι κάτι που θα πρέπει να λάβουν υπόψη τα brands, τη στιγμή που οι πιέσεις για ισχυρότερη περιβαλλοντική και κοινωνική δράση και δημιουργία αξίας για όλους συνεχίζουν να εντείνονται» επισημαίνει ο επικεφαλής της ΕΥ Ελλάδος.
Προκλήσεις για οικονομία και επιχειρήσεις
Εστιάζοντας στις προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει η ελληνική οικονομία τη φετινή χρονιά, ο κ. Παπάζογλου υπογραμμίζει ότι έχει μπροστά της τρεις βασικές προκλήσεις το 2022. Η πρώτη, είναι να προχωρήσει με ταχείς ρυθμούς η αξιοποίηση των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης για να υλοποιηθούν οι επενδύσεις που θα δώσουν ώθηση στην ανάπτυξη, αλλάζοντας, συγχρόνως, δραστικά τον προσανατολισμό και το παραγωγικό μοντέλο της οικονομίας μας. Δεύτερη πρόκληση, και εξίσου σημαντική, είναι η επιτάχυνση της υλοποίησης των μεταρρυθμίσεων στη λειτουργία του Δημοσίου, τη Δικαιοσύνη και την Παιδεία, πολλές από τις οποίες έχουν συνδεθεί πλέον και με σημαντικό ποσοστό των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης. Τέλος, παραμένει ως προτεραιότητα η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, που είναι προϋπόθεση για να εξακολουθήσει η χώρα να έχει πρόσβαση σε φθηνό δανεισμό και μετά τη λήξη του έκτακτου προγράμματος αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ. Σε ό,τι αφορά ειδικότερα τις επιχειρήσεις η μεγάλη πρόκληση είναι η αξιοποίηση των ευκαιριών που δημιουργεί το Ταμείο Ανάκαμψης και το νέο ΕΣΠΑ, ιδιαίτερα στους τομείς του ψηφιακού μετασχηματισμού, της καινοτομίας, της εξωστρέφειας και της πράσινης μετάβασης. «Οι επιχειρήσεις που θα μπορέσουν να ανταποκριθούν στις ευκαιρίες που δημιουργούνται με τη βοήθεια διαφορετικών επιλογών χρηματοδότησης, θα είναι εκείνες που θα αναπτυχθούν και θα ξεχωρίσουν στα επόμενα χρόνια» επισημαίνει.
Το στοίχημα για μια ακόμα φορά είναι πώς θα διασφαλιστεί η βιωσιμότητα και η κερδοφορία της μικρομεσαίας επιχείρησης. «Η απάντηση για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις βρίσκεται στον δραστικό μετασχηματισμό τους, για να μπορέσουν, αφενός να ξεπεράσουν παθογένειες του παρελθόντος και, το σημαντικότερο, να ανταποκριθούν στις μεγάλες αλλαγές που συντελούνται σήμερα παγκοσμίως» αναφέρει ο κ. Παπάζογλου. Ωστόσο, διευκρινίζει ότι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, για να καταστούν ανταγωνιστικές σε διεθνές επίπεδο, θα πρέπει να δώσουν πολύ μεγαλύτερη έμφαση στην τεχνολογία, ιδιαίτερα την ψηφιακή, και στην καινοτομία. Θα πρέπει, επίσης, να επενδύσουν στο ανθρώπινο κεφάλαιο, αναζητώντας τα κατάλληλα στελέχη και ενισχύοντας την επανακατάρτιση του υπάρχοντος προσωπικού σε νέες δεξιότητες εστιασμένες στο μέλλον.
Η μεγαλύτερη όμως πρόκληση για τις επιχειρήσεις είναι η εξωστρέφεια. Οι ελληνικές επιχειρήσεις, αλλά και η οικονομία κατ' επέκταση, πλήρωσαν ακριβά, την προηγούμενη δεκαετία, την έλλειψη εξαγωγικού προσανατολισμού και την εξάρτηση από την εγχώρια αγορά, ένα μοντέλο που δεν είναι βιώσιμο, ιδιαίτερα για μια μικρή οικονομία όπως η ελληνική. Η εξωστρέφεια, όμως, είναι στενά συνδεδεμένη με το άλλο μεγάλο ζητούμενο, που είναι η μεγέθυνση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, η οποία μπορεί να επιτευχθεί μέσα από συμπράξεις, συγχωνεύσεις και εξαγορές. Για να επεκταθείς στις διεθνείς αγορές, εκτός από επενδύσεις σε τεχνολογία, ανθρώπους, έρευνα, και ποιότητα, πρέπει να αποκτήσεις μια κρίσιμη μάζα. Την ίδια ώρα, όμως, οι εξαγωγές εξασφαλίζουν οικονομίες κλίμακας, οδηγώντας σε έναν ενάρετο κύκλο, όπου η εξωστρέφεια ενισχύει τη μεγέθυνση και αντίστροφα. «Αυτή είναι η μόνη βιώσιμη συνταγή για την ανταγωνιστικότητα, την κερδοφορία και, τελικά, την μακροημέρευση των ελληνικών μικρομεσαίων επιχειρήσεων» τονίζει ο κ. Παπάζογλου.