Γράφει ο Γιώργος Κουρμούσης
Και μετά το φόβο, αντί για τις μέλισσες, ήλθαν οι σφήκες, δηλαδή το μίσος!
Το βλέπω να εκφράζεται έντονα γύρω μου όπου βρεθώ και όπου σταθώ: στην πολυκατοικία, στη γειτονιά, στο καφενείο, στο λεωφορείο. Μάτια που με κοιτάζουν βλοσυρά γεμάτα μίσος. Το ίδιο κάνω κι εγώ... Και δεν είναι μόνο οι αλλοδαποί, οι μετανάστες, οι πρόσφυγες που με κοιτάζουν με μάτια φλεγόμενα γεμάτα κακία. Είναι και οι ημεδαποί, οι συμπατριώτες μου, οι συν-Έλληνες!
Μπαίνω στα μαγαζιά της γειτονιάς μου ή στο καφενείο και κανείς δεν μου λέει καλημέρα. Κι όταν τολμήσω να την ξεστομίσω εγώ δειλά δειλά, με ατενίζουν περίεργα και εχθρικά. Ο περιπτεράς, χρόνια γνώριμος και αυτός, μόλις και μετά βίας μού δίνει την εφημερίδα. Λες και θα μου τη δώσει τσάμπα. Κανείς δεν γελάει πια. Και αν μισογελάσει, έτσι από ευγένεια, κινδυνεύει να παρεξηγηθεί! Τα μάτια μας, ο καθρέφτης της ψυχής, έχουν γεμίσει μίσος. Μίσος για το γείτονα, το συνάδελφο, το συγγενή, το αφεντικό, τον υπάλληλο, το μετανάστη, το ζητιάνο, την κυβέρνηση, την Ευρώπη, τις ΗΠΑ, τους Αλβανούς, τους Τούρκους και πάει λέγοντας... Προέρχεται αυτό από κάποιον ενδόμυχο φόβο; Ίσως. Ή μάλλον σίγουρα. Μίσος απύθμενο, απέραντο, αβυσσαλέο, που εκφράζεται και με τυποποιημένα λόγια προς κάθε κατεύθυνση, όπως:
Αλήτες - ξεφτίλες - πολιτικοί.
Μπάτσοι - γουρούνια - δολοφόνοι.
Δημοσιογράφοι - λακέδες - χαφιέδες.
Δοσίλογοι - ταγματασφαλίτες - γερμανοτσολιάδες.
Νενέκοι - προδότες - πουλημένοι.
κ.ά.
Και με έργα: πέτρες, μπουκάλια με νερό, αναψυκτικό ή με πετρέλαιο, ντομάτες, δοκάρια, δακρυγόνα, σφαίρες, γκαζάκια, μολότοφ, βόμβες, εμπρησμοί, ληστείες, βανδαλισμοί κ.ά.
Όταν και όπου βρούμε ευκαιρία, ξεσπάμε με όλο μας το μένος: στην οικογένεια, στην πολυκατοικία, στο καφενείο, στο γήπεδο, στο συλλαλητήριο, στις τράπεζες, στα αστυνομικά τμήματα, στις δημόσιες υπηρεσίες, στα υπουργεία, στη Βουλή. Όλοι: δεξιοί, αριστεροί, κεντρώοι, ακραίοι, παπάδες, δεσποτάδες, ολυμπιακοί, παναθηναϊκοί κ.ά. Οι μεν εναντίον των δε, αλλά και μεταξύ τους. Ο πελάτης στον ταξιτζή, ο ταξιτζής στον πελάτη, οι ένοικοι της πολυκατοικίας στο διαχειριστή και αυτός σε αυτούς, οι ενοικιαστές στους ιδιοκτήτες, στον υδραυλικό, στον ταχυδρόμο, στο συντηρητή του ασανσέρ και τούμπαλιν. Γιατί ήλθαν (ποιοι;) να μας πάρουν τα λεφτά, τα σπίτια, τα αυτοκίνητα, τα εξοχικά, τα πετρέλαια, τα αέρια, τον ήλιο, τη θάλασσα, ολόκληρη τη χώρα.
Από πού προέρχεται αυτό το μίσος; Ασφαλώς το τροφοδοτούν και το αναπαράγουν η προϊούσα φτώχεια, η ανεργία, η μετανάστευση, η οικονομική ανασφάλεια, οι απειλές και τα χτυπήματα των φανατικών ισλαμιστών κ.λπ. Ωστόσο, πηγές ενίσχυσης και αναμόχλευσης του μίσους υπάρχουν άφθονες στην ανθρώπινη ιστορία. Στις Άγιες Γραφές μας, και μάλιστα όχι μόνο στην Παλαιά Διαθήκη, στο Κοράνιο, στο μένος αρκετών καλογέρων, παπάδων, μουλάδων, ντερβισάδων και άλλων συναφών βρίσκουμε πολλά παραδείγματα. Στην Ευρώπη, αν θέλουμε να περιοριστούμε μόνο σε αυτή, οι περισσότεροι και οι αιματηρότεροι πόλεμοι άρχισαν από θρησκευτικά προβλήματα. Πόλεμοι μεταξύ ετεροδόξων αλλά και ομοδόξων.
Πού ήταν, όμως, μέχρι τώρα κρυμμένο αυτό το μίσος, πού το κρύβαμε επιμελώς και από πού προέρχεται; Τόσα χρόνια βολεμένοι με τη δουλίτσα μας, τη συνταξούλα μας, το σπιτάκι μας, το αυτοκινητάκι μας, το εξοχικό μας, τα δάνειά μας, τα κολπάκια με την εφορία, τις αστακομακαρονάδες, τις γατοσκυλοτροφές, δεν είχαμε καιρό και όρεξη να σκεφτούμε μήπως κάποτε τα στερηθούμε. Ίσως λίγη ζήλεια για την... κατσίκα του γείτονα και αυτό ήταν όλο. Και μετά την Κρίση άρχισε να έρχεται αργά αργά και ο φόβος μήπως κάτι χάσουμε και όταν αρχίσαμε να τα χάνουμε, ήλθε και το μίσος γι’ αυτούς που μας τα παίρνουν ή τους άλλους που τα κρύβουν. Και αφού δεν μπορούμε να τους εντοπίσουμε και να τους τιμωρήσουμε, ξεσπάμε στον οποιονδήποτε, ακόμα και στον διπλανό μας...
Αυτό το μίσος, που μεταδίδεται ταχύτατα, προσβάλλει ευκολότερα τους νέους, που είναι χωρίς δουλειά, χωρίς ελπίδες, χωρίς ενδιαφέροντα, χωρίς οράματα. Καθισμένοι σε παγκάκια, καφενεδάκια και μπαράκια, αναμοχλεύουν το μίσος τους ακόμα και εναντίον αυτών που έπαψαν πια να τους δίνουν το τακτικό χαρτζιλίκι τους, που είχαν συνηθίσει εύκολα να παίρνουν. Και εκείνο που με ανησυχεί περισσότερο στους νέους είναι ότι πολλοί από αυτούς αρχίζουν να τρέφουν αυτό το μοντέρνο γενάκι, που μοιάζει όλο και περισσότερο με αυτό των... τζιχαντιστών!
Μολαταύτα πιστεύω και εγώ, όπως παλιά ο Alphonse Daudet, ότι «το μίσος είναι ο θυμός των αδυνάτων» -και των αδικημένων θα πρόσθετα εγώ- και το δραστικότερο φάρμακο κατ’ αυτού είναι να καταπολεμήσουμε τις αδυναμίες μας, τις φοβίες μας και τις ανασφάλειές μας, και κινητοποιώντας όσες πια δυνάμεις μάς απομένουν, να προσπαθήσουμε από μόνοι μας να ξεκινήσουμε κάποια αλλαγή και να μην τα περιμένουμε ή να τα ρίχνουμε όλα σε τρίτους…
Αναδημοσίευση από το τεύχος 900 του "adbusiness".