Γράφει ο Γιώργος Κουρμούσης
Aρχαίες ιδέες για την εξεύρεση χρημάτων.
Η δεινή οικονομική κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η χώρα μας τα τελευταία χρόνια, όπου τα ταμεία είναι σχεδόν άδεια και συνεχώς σοβεί ο κίνδυνος να μη φτάνουν τα λεφτά να πληρωθούν ούτε οι μισθοί και οι συντάξεις του επόμενου μήνα (άσε πια το εξωτερικό χρέος), με παρακίνησε να ανατρέξω για λίγο (πού αλλού;) στους αστείρευτους αρχαίους μας προγόνους.
Στον «Δεύτερο Οικονομικό» του ο Αριστοτέλης (384 - 322 π.Χ.) παραθέτει 41 τρόπους, «στρατηγήματα» τα λέει, εξεύρεσης χρημάτων σε χρόνους χαλεπούς, από τους οποίους αντιγράφω μερικούς, μήπως και βοηθήσουν την κατάσταση:
Οι κάτοικοι του αρχαίου Βυζαντίου, όταν κάποτε χρειάστηκαν χρήματα, άρχισαν να πουλάνε σε ξένους τα δημόσια μνημεία και τους ιερούς ναούς τους. Επίσης, πούλησαν τα εύφορα εδάφη τους για έναν ορισμένο χρόνο, ενώ τα χέρσα τα πούλησαν για πάντα.
Το ίδιο έκαναν και για τις περιουσίες των διαφόρων σωματείων και οργανώσεων, χωρίς να ξεχάσουν και ό,τι δημόσιο κτίσμα ή κτήμα βρισκόταν ανάμεσα σε ιδιωτικούς χώρους. Αυτά τα τελευταία τα αγόρασαν, φυσικά, ιδιώτες και ξένοι για να τα προσαρτήσουν στα δικά τους. Έτσι το δημόσιο βρέθηκε με μπόλικο παραδάκι.
Κάποτε ο άρχοντας της Αθήνας Ιππίας, επειδή βρέθηκε σε οικονομικές δυσκολίες, κατέσχε όλους τους πάνω από το ισόγειο ορόφους των σπιτιών που βρίσκονταν σε δημόσιους δρόμους, καθώς και τις πόρτες και τις αυλόπορτες, που άνοιγαν προς τα έξω και άρχισε να τα πουλάει. Οι ιδιοκτήτες τους, θέλοντας φυσικά να τα ξαναποκτήσουν, τα ξαναγόραζαν όσο-όσο. Έτσι ο έξυπνος Ιππίας μάζεψε αρκετά.
Ο ίδιος πάλι, μιαν άλλη φορά, με τη δικαιολογία ότι θα κυκλοφορούσε νέο χρήμα, κατάργησε το παλιό και διέταξε να του το παραδώσουν σε κάποια εξευτελιστική τιμή, που όρισε. Όταν όμως το μάζεψε όλο, το επανακυκλοφόρησε, χωρίς βέβαια να παρουσιάσει νέο!
Κάποτε οι Αθηναίοι, που κατοικούσαν στην Ποτίδαια, χρειάστηκαν χρήματα για να καλύψουν τις ανάγκες μιας πολεμικής εκστρατείας. Γι’ αυτό διέταξαν όλους τους κατοίκους της πόλης, ακόμα και τους πιο φτωχούς, να δηλώσουν όλη την ακίνητη περιουσία τους με κάθε λεπτομέρεια. Όσοι φτωχοί δεν κατείχαν τίποτα, διετάχθησαν να καταβάλουν δύο μνας (30 περίπου ευρώ). Και με τον τρόπο αυτό μαζεύτηκαν αρκετά χρήματα.
Όταν κάποτε μερικοί εξόριστοι από τη νήσο Σάμο που βρίσκονταν στη Σπάρτη, ζήτησαν από τους Λακεδαιμονίους να τους δώσουν τα απαραίτητα χρήματα για να μπορέσουν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, οι τελευταίοι αποφάσισαν να νηστέψουν, αυτοί και τα ζώα τους, για μία ημέρα και ό,τι εξοικονόμησαν, το έδωσαν στους Σαμιώτες!
Στην Κύπρο, ύστερα από έναν εμφύλιο πόλεμο, επικράτησαν οι δημοκρατικοί και συνέλαβαν τους ολιγαρχικούς και τους πλούσιους. Επειδή όμως η πολιτεία όφειλε χρήματα στο στρατό, ψηφίστηκε γρήγορα-γρήγορα ένας νόμος, ο οποίος επέτρεπε στους καταδικασμένους σε θάνατο να γλυτώσουν μόνο με κάποια εξορία, αν πλήρωναν κάποιο σημαντικό ποσό.
Ο τύραννος της Καρίας, Μαύσωλος, τον οποίον ο Πέρσης βασιλιάς Αρταξέρξης ο Μνήμων πίεζε να του πληρώσει τους καθυστερημένους φόρους, αφού κάλεσε κοντά του τους πλούσιους, τους είπε χωρίς περιστροφές ότι ο μεγάλος βασιλιάς ζητάει τα λεφτά του, αλλά τα ταμεία ήταν άδεια. Μερικοί από τους πλούσιους που είχαν εκ των προτέρων κατάλληλα δασκαλευτεί από ανθρώπους του Μαυσώλου, είπαν ότι αν είναι έτσι, να δώσει ο καθένας το κατιτίς του. Αφού άκουσαν αυτά οι υπόλοιποι, την ανάγκη φιλοτιμία ποιούμενοι, άνοιξαν το βαλάντιό τους και έτσι ο Μαύσωλος μάζεψε πολύ περισσότερα από όσα περίμενε!
Μιαν άλλη φορά, που ξαναχρειάστηκε χρήματα ο Μαύσωλος, κάλεσε τους κατοίκους της Μύλασας και τους είπε: «Κύριοι, η πόλη μας, που τυχαίνει να είναι και ιδιαιτέρα μου πατρίδα, δεν έχει τείχη και ο Πέρσης βασιλιάς έρχεται καταπάνω μας πλησίστιος. Γι’ αυτό λάβετε τα μέτρα σας. Έδωσε, λοιπόν, εντολή στους πολίτες να του φέρουν όσα χρήματα μπορούσαν, λέγοντάς τους ότι με τον τρόπο αυτό θα έσωζαν τα υπόλοιπα, που σίγουρα είχαν κρύψει. Αφού τα μάζεψε παστρικά, διέδωσε μετά ότι οι θεοί δεν συμφωνούσαν προς το παρόν να κτιστούν τα τείχη! Βέβαια, τα χρήματα δεν τα επέστρεψε ποτέ...
Ο Κόνδαλος, κάποιο σαΐνι αξιωματικός του Μαυσώλου, όποτε περιόδευε τη χώρα, κάτοικοι διαφόρων χωριών τού έδιναν για δώρο (πεσκέσι) κανένα αρνάκι, μοσχαράκι ή γουρουνάκι. Ο Κόνδαλος, αφού κατέγραφε επιμελώς το όνομα και τη διεύθυνση του δωρητή, καθώς και την ημερομηνία της δωρεάς, επέστρεφε το ζωντανό στον ιδιοκτήτη του, με την εντολή να το προσέχει μέχρις ότου επιστρέψει να το πάρει. Όταν υπολόγιζε ότι είχε περάσει ο πρέπων χρόνος, ξαναγύριζε και έπαιρνε, όχι μόνο το ζώο, που είχε πια μεγαλώσει αρκετά, αλλά και ό,τι είχε αποδώσει στο μεταξύ σε νεογνά και μαλλί!
Όταν κάποτε ο Διονύσιος ο Συρακούσιος χρειάστηκε περισσότερα χρήματα, διέδωσε ότι του φανερώθηκε η θεά Δήμητρα και τον διέταξε να πει σε όλες τις γυναίκες της πόλης να προσφέρουν στη θεά όλα τα κοσμήματα και τα χρυσαφικά τους και αν δεν υπάκουαν, αυτός θα τις τιμωρούσε σκληρά σαν ιερόδουλες. Ο ίδιος ισχυρίστηκε ότι διέταξε και όλο το γυναικείο προσωπικό του οίκου του να καταθέσει τα χρυσαφικά του στο βωμό της θεάς. Όταν όλες οι γυναίκες από φόβο στη θεά (ή τον τύραννο;) έφεραν στο ναό όλα τα τιμαλφή τους, ο Διόνυσος, αφού έκανε θυσία στη θεά, τα μάζεψε όλα και τα πήγε στο σπίτι του, με τη δικαιολογία ότι τα δανείστηκε για λίγο. Έκτοτε δεν τα επέστρεψε ποτέ.
Κάποιος Σύρος σατράπης στην Αίγυπτο, ο Ευαίσης, όταν έμαθε ότι οι νομάρχες του ήταν έτοιμοι να στασιάσουν εναντίον του, αφού τους κάλεσε όλους στο παλάτι του, τους... κρέμασε! Διέδωσε, όμως, στις οικογένειές τους, ότι τους είχε φυλακίσει. Έρχονταν, λοιπόν, οι οικείοι τους και διαπραγματεύονταν την αποφυλάκισή τους έναντι υψηλοτάτου τιμήματος. Ο Ευαίσης, αφού εισέπραττε τα λύτρα, τους επέστρεφε τα... πτώματα!
Ψάξτε, λοιπόν, επιμελώς στους αρχαίους μας προγόνους και θα ανακαλύψετε πολλούς έξυπνους τρόπους εξεύρεσης χρημάτων σε περιόδους οικονομικής κρίσης. Η συγχωρεμένη η μάνα μου έλεγε: «Ο γύφτος σαν φτωχάνει, τα παλιά τεφτέρια πιάνει!». Και είχε απόλυτο δίκιο...
Αναδημοσίευση από το τεύχος 897 του "adbusiness".