του Χ. Πολυχρονίου
Ζούμε σε ένα εξαιρετικά αβέβαιο κόσμο και σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη εποχή. Αυτό, σήμερα, το παραδέχονται σχεδόν όλοι οικονομικοί αναλυτές, πολιτικοί σχολιαστές και επενδυτές. Ζούμε όμως επίσης σε μια επικίνδυνη εποχή, κι αυτό είναι κάτι που πολύ λιγότερα μέλη της φλύαρης τάξης είναι πρόθυμα να παραδεχτούν. Η κρίση του δυτικού χρηματοοικονομικού καπιταλισμού διανύει τώρα τον πέμπτο χρόνο της (σίγουρα δεν πρόκειται για καμιά νέα κρίση, αλλά είναι πολύ πιο θανατηφόρα από οποιαδήποτε άλλη κρίση στη μεταπολεμική εποχή) και έχει οδηγήσει τις προηγμένες φιλελεύθερες κοινωνίες σε οριακό σημείο. Εάν οι κυβερνήσεις συνεχίσουν να είναι το δεξί χέρι του χρηματιστικού κεφαλαίου και οι επίδοξοι πολιτικοί ηγέτες μαζορέτες των χρηματοδοτών τους, ένα καταστροφικό οικονομικό σενάριο δεν θα είναι κάτι το εξωπραγματικό, όπως κάποιοι θα ήθελαν να πιστεύουν. Κυβερνήσεις, βιομηχανικές επιχειρήσεις και νοικοκυριά βρίσκονται υπό τα δεσμά του χρέους, με αποτέλεσμα τα έσοδα από κάθε τομέα της οικονομίας να διοχετεύονται σε πληρωμές τόκων και καθυστερημένων οφειλών για τα διάφορα δάνεια που χορηγήθηκαν, σε μεγάλο βαθμό με καθαρά εκμεταλλευτικούς, ακόμα και δόλιους όρους.
Σίγουρα, πριν από λίγο καιρό, η επικρατούσα διάθεση ήταν ότι ο καθένας θα μπορούσε να γίνει πλούσιος με τη διαδικασία του απλού δανεισμού, ή διαμέσου κερδοσκοπικών επενδύσεων. Αυτό όμως αποτελεί σοβαρό πρόβλημα μόνο όταν η χρηματοοικονομική απάτη και η οικονομική πολιτική καταλήγουν σε θεσμική συμφωνία για την επιβολή των κανόνων του παιχνιδιού και για τον σχεδιασμό της δομής και της λειτουργίας ενός δεδομένου οικονομικού περιβάλλοντος. Στον 15ο αιώνα, πολλοί άνθρωποι χρησιμοποίησαν τις οικονομίες μιας ζωής για να αγοράσουν βολβούς τουλίπας υπό την πεποίθηση ότι θα γινόντουσαν πλούσιοι εν μία νυκτί. Πιο πρόσφατα, ιδιώτες, νοικοκυριά, βιομηχανίες, τοπικότητες, ακόμα και εθνικές κυβερνήσεις συμμετείχαν σε διάφορα μυστηριώδη χρηματοοικονομικά σχήματα με σκοπό ένα καλύτερο μέλλον, αλλά στο τέλος οδηγήθηκαν σε καθεστώς χρεοκοπίας απλά και μόνο επειδή το χρηματοπιστωτικό σύστημα είχε δομηθεί να λειτουργεί με αυτόν τον τρόπο. Η δημιουργία του πλούτου διαμέσου υψηλού δανεισμού (π.χ., με τους καταναλωτές και τους ιδιοκτήτες κατοικιών να ενθαρρύνονται να αναλάβουν περισσότερο χρέος για να διατηρήσουν τα βιοτικό τους πρότυπα σε μια εποχή στάσιμων μισθών) και μόχλευσης (η οποία κατέληξε να καταστρέψει ακόμα και μεγάλες εταιρείες) μετατράπηκε σε θεσμικό τρόπο για πλουτισμό αλλά αυτοί που διαμόρφωσαν αυτές τις στρατηγικές ήξεραν ότι το παιχνίδι ήταν στημένο. Αλλά κατά κάποιο τρόπο, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ήταν ευάλωτα στο σύστημα που τα ίδια είχαν δημιουργήσει. Η Ελλάδα ήταν σε θέση να δανειστεί πάνω από πεντακόσια δισεκατομμύρια δολάρια πριν αποκλειστεί από τις διεθνείς αγορές, και τώρα οι ιδιώτες δανειστές υποχρεώνονται σε κούρεμα του χρέους της τάξης του 74%. Τίθεται συνεπώς το εξής ερώτημα: με βάση ποια κριτήρια δάνεισε η διεθνής επενδυτική κοινότητα τέτοια τεράστια ποσά σε μια εθνική οικονομία η οποία ήταν ιδιαίτερα μη ανταγωνιστική, διατηρούσε υψηλά ποσοστά αναλογίας χρέους-ΑΕΠ καθ’ όλη τη διάρκεια, αντιμετώπιζε βαθιά δομικά οικονομικά προβλήματα, ενώ ήταν διαβόητη και η διαφθορά στην πολιτική κουλτούρα της χώρας;
Τώρα, μετά από πολλά χρόνια οικοδόμησης ενός χρηματοπιστωτικού καθεστώτος τύπου Πόνζι, ο δυτικός καπιταλισμός αντιμετωπίζει τη τελική δοκιμασία των αντοχών του. Θα καταρρεύσει, οδηγώντας τον κόσμο σε μακροπρόθεσμη οικονομική αστάθεια και αυταρχικά πολιτικά καθεστώτα, ή θα βρει τη δύναμη και τη σοφία για μια μεγάλη επαναφορά, όπως συνέβη στις ΗΠΑ κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης;
Οι κοινωνίες βρίσκονται σήμερα υπό σοβαρή απειλή είτε επειδή οι κυβερνήσεις τους έχουν υποκύψει στις νεο-ιμπεριαλιστικές πιέσεις από κυρίαρχες ξένες δυνάμεις και τον διεθνή τραπεζικό τομέα για την αποπληρωμή επαχθών δανείων (με την Ελλάδα και την Πορτογαλία να είναι οι κλασικές περιπτώσεις) είτε επειδή απλά οι κυβερνήσεις είναι απρόθυμες να συγκρουστούν με τον πιο ισχυρό τομέα της οικονομίας και να λάβουν μέτρα για την αναζωογόνηση της οικονομικής μεγέθυνσης, την απασχόληση και την επιστροφή στην «οικονομία της αφθονίας».
Σήμερα, το οικονομικό περιβάλλον σε πολλά μέρη του δυτικού κόσμου μοιάζει ήδη κατά κάποιο τρόπο στο κοινωνικοοικονομικό (και σε κάποιο βαθμό ακόμη και στο πολιτικό) σκηνικό που επικράτησε στα τέλη της δεκαετίας του 1920--αρχές της δεκαετίας του 1930. Τότε, όταν ο βιομηχανικός καπιταλισμός ήταν ακόμη κυρίαρχος, ο δυτικός κόσμος είχε βυθιστεί σε μια τεράστια οικονομική ύφεση και βρισκόταν αντιμέτωπος με την άνοδο εθνικιστικών και εξτρεμιστικών πολιτικο-ιδεολογικών ρευμάτων, καθώς και την επικράτηση συντηρητικών τάσεων στην οικονομική πολιτική. Το χρέος και οι πτωχεύσεις επικρατούσαν τότε όπως συμβαίνει και σήμερα. Ως εκ τούτου, οι πολιτικοί και οι τραπεζίτες, όπως και σήμερα, ανησυχούσαν σε συντριπτικά υψηλό βαθμό για τη σταθερότητα των τιμών, και σε πολύ μικρότερο βαθμό για την ανεργία και για μέτρα αναφορικά με τη μείωση ή τη διαγραφή του χρέος και την αποκατάσταση του βιοτικού επιπέδου. Πράγματι, αυτό που τελικά συνέβη στις Ηνωμένες Πολιτείες τη δεκαετία του 1930 ήταν μια σπάνια εξαίρεση και αν ο Ρούσβελτ δεν ήταν αυτός που ήταν (ένας άνθρωπος της αριστοκρατίας, αλλά με αρκετή διορατικότητα και απόλυτα πεπεισμένος ότι αν δεν δρομολογηθεί μια δημοκρατική οικονομική επανάσταση το έθνος διέτρεχε τον κίνδυνο να καταρρεύσει), είναι μάλλον απίθανο να είχαν επιζήσει ο δυτικός καπιταλισμός και οι φιλελεύθερες δημοκρατίες.
Στο σημερινό πολιτικό περιβάλλον, με τον χρηματιστικό καπιταλισμό να ασκεί ηγεμονικό ρόλο έναντι όλων των άλλων μορφών κεφαλαίου, αλλά να διακατέχεται ταυτόχρονα από ορισμένες μάλλον αυτοκαταστροφικές τάσεις, δεν έχουμε πολιτικούς με την ικανότητα να κατανοήσουν τι πραγματικά συμβαίνει στο κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον ή να μπορούν να οδηγήσουν τα έθνη και τον κόσμο με το χαρακτήρα, τη σοφία και την αποφασιστικότητά τους. Στη Γερμανία, η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ ασκεί μία ξεπερασμένη και εξαιρετικά επικίνδυνη μορφή εθνικο-οικονομικού νεοφιλελευθερισμού (αν και εξακολουθεί να αληθεύει ότι στη Γερμανία τα βιομηχανικά και χρηματοοικονομικά συμφέροντα παραμένουν ιδιαίτερα ενσωματωμένα), ενώ ο Γάλλος πρόεδρος Σαρκοζί έσβησε οποιαδήποτε αμφιβολία μπορεί να υπήρχε για την πολιτική και διανοητική του κατάταξη όταν δήλωσε πρόσφατα ότι η κρίση στη ζώνη του ευρώ έληξε επειδή επιτεύχθηκε η ελληνική συμφωνία για την ανταλλαγή του χρέους. Όσο για τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οικονομικές πολιτικές του προέδρου Ομπάμα εμφανίζουν αβεβαιότητα (για το τι πρέπει να γίνει) καθώς και μια μορφή παράλυσης (λόγω των στενών δεσμών της κυβέρνησής του με τον πιο επικίνδυνο και καταστροφικό τομέα της οικονομίας). Εάν μάλιστα επεκτείνουμε τον αναλυτικό προβληματισμό μας γύρω από τους υποψηφίους του Ρεπουμπλικανικού κόμματος για τις εθνικές εκλογές του 2012, τότε η εξελισσόμενη πραγματικότητα θα μπορούσε να είναι πολύ πιο ζοφερή από ότι θα τολμούσε να παραδεχτεί ο οποιοσδήποτε ανάμεσά μας.
Ωστόσο, η κατάσταση που βρισκόμαστε είναι εξαιρετικά δύσκολη. Το χρέος οδηγεί τις οικονομίες σε συρρίκνωση και προκαλεί ραγδαία μείωση του βιοτικού επιπέδου καθώς εφαρμόζονται μέτρα λιτότητας προκειμένου ουσιαστικά να αυξηθούν τα έσοδα για την αποπληρωμή των δανείων. Όντως υπό οικονομική πίεση, πολλές κυβερνήσεις είναι υποχρεωμένες να εφαρμόσουν αποφάσεις που στερούνται δημοκρατικής νομιμότητας και λειτουργούν εις βάρος των συμφερόντων των εργαζόμενων πληθυσμών, ετοιμάζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο το έδαφος για την ανάδυση εξαιρετικά επικίνδυνων πολιτικών ρευμάτων, που δεν λειτουργούν πλέον στη βάση αυστηρών ιδεολογικών αρχών και ιδανικών (η δική μας εποχή είναι, ούτως ή άλλως, η εποχή της ιδεολογικής μη συνοχικότητας), αλλά προβάλλουν αξιώσεις και απαιτήσεις με βάση μια αντιλαμβανόμενη απειλή για την εθνική και πολιτιστική ταυτότητα ενός έθνους. Διάφορες παραφυάδες νεοφασισμού βρίσκονται σε άνοδο σε όλο τον δυτικό κόσμο, με μέρη της αριστεράς να υποκύπτουν επίσης σε έναν αντιπροοδευτικό λόγο, ιδίως δεδομένου ότι η έλλειψη μιας πλατφόρμας για οικονομική αλλαγή εξακολουθεί να είναι η αχίλλειος πτέρνα της αριστεράς.
Το κύριο πρόβλημα είναι η δύναμη που ασκεί ο χρηματιστικός καπιταλισμός πάνω από την εγχώρια κοινωνία και τα κοινωνικά δεινά που προκαλεί. Ο χρηματιστικός καπιταλισμός είναι οικονομικά αντιπαραγωγικός (δεν δημιουργεί πραγματικό πλούτο), κοινωνικά παρασιτικός (ζει από τα έσοδα που παράγονται από άλλους τομείς της οικονομίας) και πολιτικά αντιδημοκρατικός (περιορίζει τη διανομή του πλούτου, δημιουργεί απαράμιλλη ανισότητα, και μάχεται για αποκλειστικά προνόμια). Από τις αρχές του εικοστού αιώνα, ο χρηματιστικός καπιταλισμός, που οδήγησε σε αυτό που ο Λένιν αποκάλεσε το «ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού» δηλαδή τον ιμπεριαλισμό προσπαθούσε ακόμη να θέσει υπό τον έλεγχό του τη βιομηχανία και επέβαλε τη βάναυση δύναμή του και τις διαθέσεις του κυρίως πάνω από αντιδημοκρατικές κοινωνίες στο εξωτερικό. Από τα τέλη του 1970, μπορεί να ειπωθεί με σιγουριά ότι ο χρηματιστικός καπιταλισμός είχε υποτάξει τη βιομηχανία στις ανεπτυγμένες χώρες και πήρε τον έλεγχο της κυβερνητικής εξουσίας με τον ίδιο τρόπο που οι μεγάλοι βιομήχανοι του 19ου αιώνα και του 20ου αιώνα ήταν σε θέση να επηρεάζουν τη δημόσια πολιτική.
Η διαφορά είναι ότι ο χρηματιστικός καπιταλισμός δεν έχει κανένα έννομο συμφέρον να δει το βιοτικό επίπεδο των απλών ανθρώπων να βελτιώνεται, ενώ θεωρεί οποιαδήποτε δημόσια παρέμβαση ως επίθεση στο δικαίωμα της ελευθερίας του να εκμεταλλεύεται τους οικονομικούς και χρηματοδοτικούς πόρους της κοινωνίας κατά το δοκούν. Ο βιομηχανικός καπιταλισμός ήταν ένα προοδευτικό στάδιο της οικονομικής ανάπτυξης, συγκριτικά με τον αγροτικό καπιταλισμό και τον φεουδαλισμό. Αυτό το παραδέχθηκε ακόμη και ο σημαντικότερος επικριτής του καπιταλισμού, ο Καρλ Μαρξ. Αλλά η κυριαρχία του χρηματιστικού καπιταλισμού αποτελεί οπισθοδρόμηση για τους λόγους που προαναφέρθηκαν.