Επιμέλεια: Λιλή Καρακώστα
Η Μεγάλη Bρεταννία δεν είναι απλώς ένα ξενοδoxείo πoλυτελείας στην Αθήνα -τo πολυτελέστερο ασφαλώς στην Ελλάδα- αλλά ένας θεσμός. Από τη στιγμή που δέχθηκε τον πρώτο της πελάτη, το 1874, ως τις μέρες μας, η Μεγάλη Βρεταννία αποτελεί σημείο αναφοράς της κοινωνικής, πολιτιστικής, πολιτικής και οικονομικής ζωής της Αθήνας και κατ' επέκταση της Ελλάδας.
Ένα κτίριο, μια ιστορία…
Το ξενοδοχείο ιδρύθηκε το 1866 από τον Σάββα Κέντρο με καταγωγή από την Ήπειρο και αρχικά εγκαταστάθηκε σε κτίριο επί των οδών Σταδίου και Καραγιώργη Σερβίας. Το 1874 η ξενοδοχειακή επιχείρηση μετεγκαταστάθηκε στο μέγαρο Αντώνη Δημητρίου που είχε ανεγερθεί το 1842 και στο οποίο στεγάζεται μέχρι και σήμερα. Το 1878 εισήλθε στο μετοχικό σχήμα ο Ευστάθιoς Λάμψας. Κατά το 1888 το ξενοδοχείο ήταν ένα από τα πρώτα κτήρια της Αθήνας που ηλεκτροδοτήθηκε.
Η Μεγάλη Βρεταννία, ένα κτίριο με «ψυχή» χώρα έζησε από κοντά όλα τα μεγάλα γεγονότα της ελληνικής ιστορίας: έναν ατυχή πόλεμο με την Τουρκία, δύο Βαλκανικούς Πολέμους που τριπλασίασαν το μέγεθος της χώρας, δύο Παγκόσμιους Πολέμους, τη Μικρασιατική Καταστροφή, που άλλαξε άρδην τη δομή της ελληνικής κοινωνίας, και τον Εμφύλιο, με τις καταστροφικές του συνέπειες.
Αρκεί να αναφέρουμε πως κατά τις πρώτες ημέρες των Δεκεμβριανών, το ξενοδοχείο χρησίμευσε ως αρχηγείο του Πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου, του Υπουργικού Συμβουλίου και του Bρετανού στρατηγού Ρόναλντ Σκόμπι. Αργότερα, για λόγους ασφαλείας το Υπουργικό Συμβούλιο μεταφέρθηκε στην ιστορική βίλλα του Παπανδρέου στο Καστρί μαζί με τον Αρχηγό της Αστυνομίας Πόλεων, Άγγελο Έβερτ. Στα τέλη του 1944, το ΕΑΜ, τοποθέτησε εκρηκτικά στα θεμέλια του ξενοδοχείου του, με σκοπό να το ανατινάξει, δολοφονώντας ταυτόχρονα και τον Τσόρτσιλ, που εσφαλμένα θεωρείτο ότι θα κατέλυε εκεί. Η επιχείρηση ματαιώθηκε λόγω της επέμβασης μιας βρετανικής περιπόλου.
Ταυτόχρονα, άλλαξε και η μορφή του ταξιδιωτικού ρεύματος προς την Ελλάδα, από μερικές χιλιάδες εύπορων περιηγητών-λάτρεις της αρχαίας Ελλάδας και των μνημείων της- σε εκατομμύρια επισκεπτών, που, εκτός από την αρχαία Ελλάδα, ενδιαφέρονται και για παραθερισμό, ψυχαγωγία, επιχειρήσεις, κυβερνητικές επαφές.
Η Αθήνα γίνεται…Ευρώπη
Οι παραπάνω εξελίξεις είχαν σοβαρό αντίκτυπο στην πορεία του ξενοδοχείου, όπως αναφέρει ο Γιώργος Γαλανάκις, Πρόεδρος Δ.Σ. Ελληνικά Ξενοδοχεία-Λάμψα ΑΕ., η ίδρυση του οποίου, χάρη στη διορατικότητα του Ευστάθιου Λάμψα, ήταν σαφώς μια υπέρβαση για την εποχή, η δε λειτουργία του βοήθησε στην εισαγωγή, στη νέα τότε κοινωνία των Αθηνών, δυτικών προτύπων και στη δημιουργία μιας δυνατής αστικής νοοτροπίας. Η ύπαρξη ενός ξενοδοχείου ισάξιου με τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά, στο οποίο οι επισκέπτες αισθάνονταν άνετα σε οικείο περιβάλλον, έθεσε τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη ταξιδιωτικού ρεύματος υψηλού επιπέδου και αποτέλεσε πρότυπο για την εν συνεχεία ανάπτυξη και άλλων ξενοδοχείων και λοιπών δραστηριοτήτων.
Αρχηγοί κρατών, βασιλείς και πρίγκιπες της εποχής, πρωθυπουργοί και υπουργοί, διεθνείς επιχειρηματίες, άνθρωποι των Γραμμάτων και των Τεχνών, επιφανείς δημοσιογράφοι, γνωστοί ηθοποιοί του θεάτρου και του κινηματογράφου και πολλοί περιηγητές, ήταν οι τακτικοί πελάτες του ξενοδοχείου, που εξελίχθηκε στον επίσημο ξενώνα του ελληνικού κράτους.
Η αστική κοινωνία της Αθήνας αγκάλιασε το ξενοδοχείο. Η Μεγάλη Βρεταννία, στο στιλ των μεγάλων πολυτελών ξενοδοχείων της Ευρώπης, ήταν και είναι πάντοτε ο χώρος των μεγάλων κοινωνικών εκδηλώσεων της πρωτεύουσας. Δεξιώσεις, χοροεσπερίδες, γάμοι, παρουσιάσεις μόδας, συνεστιάσεις, γίνονταν πάντα στις αίθουσές του, ενώ τα σαλόνια και το μπαρ είναι τα σημεία συνάντησης επιχειρηματιών, δημοσιογράφων, πολιτικών και στέκι των κοσμικών Αθηναίων.
Παράλληλα με την ιστορία του ξενοδοχείου, παρακολουθούμε και την εξέλιξη της πόλης της Αθήνας και την πολιτική ιστορία της Ελλάδας, με την οποία το ξενοδοχείο είναι άρρηκτα συνδεδεμένο. Δεν υπάρχει πολιτικό ή ιστορικό γεγονός με το οποίο να μην είναι με κάποιο τρόπο συνδεδεμένη η Μεγάλη Βρεταννία.
Η εγκατάλειψη…
Αξίζει να σημειωθεί όμως ότι, με εξαίρεση την προσθήκη 36 νέων δωματίων στον 6ο και στον 7ο όροφο, το 1974, και της δημιουργίας, το 1976, του GB Corner και του νέου τότε μπαρ, καμία ουσιαστική προσπάθεια εκσυγχρονισμού του ξενοδοχείου δεν είχε γίνει από το 1955, που ανακατασκευάσθηκε η πλευρά του κτιρίου προς την πλατεία Συντάγματος.
Η επίπλωση και γενικά η διακόσμηση έδειχναν πλέον έντονα σημεία «κόπωσης» ενώ όλες οι εγκαταστάσεις (θέρμανση, κλιματισμός, λουτρά, ανελκυστήρες, τηλέφωνα κ.λπ.) ήταν πια απαρχαιωμένα και παρουσίαζαν συνεχώς προβλήματα.
Μια νέα εποχή ξεκινά
Το έτος 2000 αποτελεί έναν σημαντικό σταθμό για τη νεότερη Ιστορία της Μεγάλης Βρεταννίας. Τότε η εταιρεία Ηyatt Regency ΑΕ. απέκτησε, μέσω χρηματιστηρίου, τον έλεγχο της εταιρείας Ελληνικά Ξενοδοχεία-Λάμψα Α.Ε., ιδιοκτήτριας του ξενοδοχείου.
Οι μέτοχοι της Hyatt Regency ΑΕ. αποφάσισαν ότι μια ριζική ανακαίνιση του ξενοδοχείου είναι απαραίτητη, ώστε να ξαναβρεί και πάλι η Μεγάλη Βρεταννία την παλαιά της αίγλη και να ανταποκριθεί στις σύγχρονες απαιτήσεις φιλοξενίας, αναβαθμίζοντας παράλληλα και την ξενοδοχειακή υποδομή της Αθήνας. Το 2005 η Hyatt, μετά τον ανασχηματισμό του στρατηγικού της πλάνου, πούλησε τις μετοχές της στους ιδιοκτήτες του Ξενοδοχείου Μεγάλη Βρεταννία, στην οικογένεια Λασκαρίδη, οι οποία ήταν ήδη από τους κύριους μετόχους στην Εταιρεία Ελληνικών Ξενοδοχείων Λάμψα ΑΕ. Μετά από αυτή τη συναλλαγή, η Οικογένεια Λασκαρίδη κατέχει το 52% του κεφαλαίου.
Είναι δε χαρακτηριστικό ότι η μεγάλη διεθνής εταιρεία Marriott International, που έχει αναλάβει τη διαχείριση του ξενοδοχείου για τα επόμενα είκοσι πέντε χρόνια, το συγκαταλέγει στην Luxury Collection, η οποία περιλαμβάνει μερικά από τα πολυτελέστερα ξενοδοχεία του κόσμου.
Επένδυση 82 εκατ. ευρώ
Με μια δαπάνη 82 εκατ. ευρώ (25 δις. δρχ.) δημιουργείται ένα υπερσύγχρονο, πραγματικό 5 αστέρων ξενοδοχείο, εκ βάθρων ανακαινισμένο, με 320 δωμάτια και 31 σουίτες, με νέα διακόσμηση και επίπλωση, κρατώντας πάντοτε το παραδοσιακό στιλ της παλαιάς Μεγάλης Βρεταννίας, με σύγχρονες εγκαταστάσεις και δίκτυα, τρία εστιατόρια, δύο πισίνες, spa, μεγάλες αίθουσες και συνεδριακούς χώρους και ό,τι άλλο απαιτείται από ένα ευρωπαϊκό υπερπολυτελές ξενοδοχείο του 21ου αιώνα.