Επτά θέσεις ανέβηκε η Ελλάδα στην κατάταξη για την καταπολέμηση της διαφθοράς
Συγκεντρώνοντας 48 βαθμούς η Ελλάδα κατατάσσεται το 2019 πλέον στην 60η θέση -την οποία μοιράζεται μαζί με τις Κούβα και Ιορδανία- από την 67η το 2018.
Τι κοινό μπορεί να έχουν το Ιράκ, η Χιλή και ο Λίβανος; Και στις τρεις χώρες εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες κατέβηκαν πέρσι στους δρόμους για να διαδηλώσουν κατά των φαινομένων διαφθοράς στην πολιτική και την οικονομία.
Ο νέος ετήσιος «Δείκτης Αντίληψης της Διαφθοράς» που δημοσιοποίησε η Διεθνής Διαφάνεια τούς επιβεβαιώνει: σε μεγάλο μέρος των 180 χωρών που μπαίνουν στο μικροσκόπιο της οργάνωσης δεν σημειώνεται η παραμικρή πρόοδος στο πεδίο καταπολέμησης της διαφθοράς.
Ο «Δείκτης Αντίληψης της Διαφθοράς» (που όπως υποδηλώνει το όνομα αντικατοπτρίζει σε ποιό βαθμό αντιλαμβάνονται οι συμμετέχοντες στην έρευνα τη διαφθορά στη χώρα τους και όχι σε ποιο βαθμό υπάρχει όντως) κατατάσσει τις υπό εξέταση χώρες σε μια κλίμακα από το 0 που ισοδυναμεί με απόλυτη διαφθορά έως το 100 που σημαίνει μηδενικά επίπεδα.
Αξιοσημείωτη πρόοδος στην Ελλάδα
Στις πρώτες θέσεις της κατάταξης και για το 2019 βρίσκονται Δανία και Νέα Ζηλανδία (με 87 βαθμούς) ενώ ακολουθούν Φινλανδία, Σιγκαπούρη, Σουηδία και Ελβετία. Η Γερμανία βελτιώνεται κατά δυο θέσεις και καταλαμβάνει πλέον την ένατη. Εντούτοις δεν πρόκειται για ουσιαστική βελτίωση αφού συνεχίζει να λαμβάνει 80 βαθμούς. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε τέσσερις από τις χώρες του G7 και συγκεκριμένα στις ΗΠΑ, τον Καναδά, τη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία ο σχετικός δείκτης έχει επιδεινωθεί.
Σημαντική βελτίωση, αντίθετα, καταγράφεται στην Ελλάδα στην οποία η Διεθνής Διαφάνεια κάνει μάλιστα και ειδική αναφορά. Συγκεντρώνοντας 48 βαθμούς κατατάσσεται το 2019 πλέον στην 60η θέση -την οποία μοιράζεται μαζί με τις Κούβα και Ιορδανία- από την 67η το 2018. «Τα τελευταία οκτώ χρόνια μόλις 22 χώρες πέτυχαν αξιοσημείωτη βελτίωση της βαθμολογίας τους, μεταξύ αυτών η Ελλάδα, η Γουιάνα (νότια Αμερική) και η Εσθονία», αναφέρει χαρακτηριστικά η νέα έκθεση της Διεθνούς Διαφάνειας.
Την ίδια περίοδο η κατάσταση επιδεινώθηκε σημαντικά σε 21 χώρες, ανάμεσά τους ο Καναδάς, η Αυστραλία και η Νικαράγουα ενώ στις υπόλοιπες 137 δεν υπήρξαν αξιοσημείωτες μεταβολές.