Του Δημήτρη Καμπουράκη
Φράση πρώτη: Όταν ο Γεώργιος Kαραϊσκάκης μεταφέρθηκε από τους άνδρες του σε κακή κατάσταση στο μοναστήρι της Παναγιάς της Προυσσιώτισας (ήταν βαριά ασθματικός), ο αθυρόστομος ήρωας της επανάστασης γονάτισε μπροστά στην εικόνα κι έκανε το ακόλουθο τάμα: «Παναγιά μου, κάνε με καλά κι εγώ θα σε ασημώσω από πάνω ως κάτω. Αν όμως πεθάνω, να ξέρεις πως έχω δώσει διαταγή να κόψουν την εικόνα σου κομματάκια και να την πετάξουν στον γκρεμό.». Η Μεγαλόχαρη το ‘κανε το θαύμα της, οπότε ο Γιώργης έφτιαξε το καλύτερο ασήμωμα στην εικόνα και αναφώνησε: «Τι τα θέτε; Γυναίκα είναι κι αυτή. Και τα λούσα της θέλει κι από φοβέρα καταλαβαίνει.».
Φράση δεύτερη: Οι παλιές μανάδες στα χωριά μας, όταν ξεπροβόδιζαν τις παρθένες κόρες τους για την εκκλησία και για το καινούριο τους σπιτικό, τους έδιναν την τελευταία καθοριστική συμβουλή. Αφορούσε τον τρόπο με τον οποίον θα κατάφερναν να κρατήσουν για πάντα στο κρεβάτι τους τον άντρα τους: «Θα του δίνεις ό,τι θέλει, αλλά λίγο-λίγο. Για να ‘χει να περιμένει. Αυτό όμως που θα του δίνεις κάθε φορά, πρέπει να είναι λίγο παραπάνω απ’ αυτό που φαντάζεται πως θα του δώσει η γειτόνισσα που παραμονεύει.».
Φράση τρίτη: Συνειδητοποιώντας εσχάτως ότι, παρά την αλλαγή των καιρών, η μέγιστη πλειοψηφία μας πορεύτηκε εφαρμόζοντας (ενσυνειδήτως ή ασυνειδήτως) τις χαμερπείς αυτές συμβουλές, αναζήτησα εναγωνίως μια τρίτη φράση που θα συμπλήρωνε αυτές τις δύο σ’ ένα ενιαίο σύνολο ζωής. Από απελπισία και αυτοοικτιρμό μάλλον κινούμενος, δεν κατάφερα να βρω άλλη προσφορότερη παρά τον οργισμένο αφορισμό του Φραντς Κάφκα προς τον γιατρό του, ο οποίος πάσχιζε να τον κρατήσει στη ζωή: «Αν δε μ’ αφήσεις να πεθάνω, είσαι δολοφόνος.».
Πηγή: http://www.protagon.gr